Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Συνέντευξη ΕΡΑ 1ο Πρόγραμμα: Ασύγχρονοι Κύκλοι στην Ε.Ε.

Ασύγχρονοι Κύκλοι και Ευρωπαϊκή Σύγκλιση

Περιοδικό Foreign Affairs - Μάρτιος 2013


Ασύγχρονοι Κύκλοι και Ευρωπαϊκή Σύγκλιση


Περικλής Γκόγκας
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Ιωάννης Πραγγίδης
Λέκτορας
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης


Η Πορεία προς την Ενοποίηση

Μετά την κρίση του 2008 οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην επόμενη ημέρα. Έπειτα από τέσσερα χρόνια σκληρής μάχης για την αποκατάσταση της ρευστότητας στο παγκόσμιο σύστημα, αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες που προκύπτουν από τον αργό ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η λογιστική αποτύπωση της κρίσης στην Ευρωζώνη δίνει τη θέση της στην ανάγκη χάραξης και υλοποίησης μιας μακροχρόνιας οικονομικής πολιτικής. Έπειτα από 11 χρόνια κυκλοφορίας του ευρώ και μιας ισχυρής κρίσης έχουμε τα δεδομένα ώστε να εξάγουμε με ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τη λειτουργία της οικονομίας της Ευρωζώνης αλλά και για το μέλλον το οποίο ίσως για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης διαγράφεται λιγότερο σκοτεινό και αβέβαιο.

Ασύγχρονοι Κύκλοι

Το κυριότερο ερώτημα είναι πως θα καταφέρουν να συμβιώσουν οι χώρες του Νότου με τις χώρες του Βορρά στα πλαίσια ενός κοινού νομίσματος. Η κοινή άποψη υποστηρίζει ότι η έλλειψη εθνικής συναλλαγματικής πολιτικής θα οδηγήσει σε περαιτέρω ύφεση τις χώρες του Νότου, αφού το ζητούμενο είναι η υποτίμηση του ευρώ για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Οι χώρες του σκληρού πυρήνα από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ένα πιο σκληρό ευρώ ώστε να μην διαταραχθεί αφενός η εμπιστοσύνη των αγορών στο κοινό νόμισμα και αφετέρου να μην αντιμετωπίσουν πρόβλημα εισαγόμενου πληθωρισμού με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών τους στις διεθνείς αγορές. Η παραγωγή πολλών προϊόντων βασίζεται στην εισαγωγή ενδιάμεσων αγαθών, το κόστος των οποίων θα αυξηθεί ως συνέπεια μιας υποτίμησης συμπαρασύροντας παράλληλα το κόστος παραγωγής και άλλων προϊόντων οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τις οικονομίες σε πληθωρισμό και μείωση της ανταγωνιστικότητας. Στην Διεθνή Νομισματική Θεωρία το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό ως το πρόβλημα των «ασύγχρονων επιχειρηματικών κύκλων» (asynchronous business cycles). Στην περίπτωση αυτή, στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης όπως είναι η Ευρωζώνη, δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα στην άσκηση αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής όταν κάποιες χώρες-μέλη βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης ενώ άλλες βρίσκονται σε φάση κάμψης της οικονομικής τους δραστηριότητας ή ακόμα και ύφεσης. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στις χώρες του βορά όπου η ανταγωνιστικότητα είναι υψηλή σε διεθνές επίπεδο, η πραγματική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά. Το κύριο μέλημα της νομισματική πολιτικής εκεί πρέπει να είναι η αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων που προέρχονται από την άνθηση της οικονομίας και συνεπάγεται αυξημένα εισοδήματα και ενεργή ζήτηση. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί μια συσταλτική νομισματική πολιτική (contractionary monetary policy) με περιορισμό της αύξησης της προσφοράς χρήματος. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των επιτοκίων, τον περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης και την πώληση κρατικών ομολόγων μέσω των «πράξεων ανοιχτής αγοράς» (open market operations). Αντίθετα, για τις χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε ύφεση ή και κρίση ως αποτέλεσμα της χαμηλής παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση και ανταγωνιστικότητάς τους η ενδεδειγμένη νομισματική πολιτική είναι η αύξηση της προσφοράς χρήματος: μείωση επιτοκίων προκειμένου να δοθούν κίνητρα για νέες επενδύσεις, αγορά κρατικών ομολόγων με πράξεις ανοιχτής αγοράς έτσι ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα η οποία θα οδηγήσει σε πιστωτική επέκταση μέσω χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων αλλά και της κατανάλωσης που πρέπει να τονωθεί. Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει μία νομισματική πολιτική η οποία να είναι αποτελεσματική για όλες τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτή την νομισματική ένωση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ευρώπης είναι λογικό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει τέτοια νομισματική πολιτική η οποία είναι ευεργετική για τις χώρες των οποίων το ΑΕΠ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 70% του συνολικού προϊόντος της Ευρωζώνης. Έτσι, βλέπουμε την εφαρμογή μιας συσταλτικής νομισματικής πολιτικής όπου η λέξη πληθωρισμός λείπει από το λεξιλόγιο των ειδικών. Φυσικά εδώ σημαντικό ρόλο παίζει και η «εντολή» (mandate) που έχει ως στόχο να υλοποιεί η ΕΚΤ σε αντίθεση για παράδειγμα με το Federal Reserve τις ΗΠΑ. Η ΕΚΤ από το καταστατικό της έχει ως κύριο στόχο της την λεγόμενη «νομισματική σταθερότητα», την αποφυγή με άλλα λόγια του πληθωρισμού. Η Fed από την άλλη έχει διττό στόχο: την νομισματική σταθερότητα αλλά και την πλήρη απασχόληση. Φυσικά οι δύο αυτοί στόχοι μπορεί πολλές φορές να είναι αντικρουόμενοι. Όμως, αυτή η διαφορά δίνει σημαντικά περιθώρια δράσης στην Fed σε αντίθεση με την EKT. Η ασυμβατότητα αυτή των οικονομικών προτεραιοτήτων οδηγεί πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς να προβλέπουν την διάλυση της Ευρωζώνης. Η προσεκτική παρατήρηση όμως των στοιχείων στη δεκαετία που πέρασε ίσως δείχνουν μια διαφορετική πραγματικότητα η οποία είναι σαφώς πιο αισιόδοξη.

Εμπειρικές Ενδείξεις Σύγκλισης

Τα οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει σύγκλιση των επιχειρηματικών κύκλων μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, πρόσφατη μελέτη που θα δημοσιευτεί προσεχώς στο επιστημονικό περιοδικό του ΟΟΣΑ (Gogas 2013, Journal of Business Cycle Measurement and Analysis) δείχνει ότι μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος το 1999 (με το κλείδωμα των εθνικών ισοτιμιών με το ευρώ) γενικά οι χώρες της Ευρωζώνης εμφανίζουν περισσότερο συγχρονισμένους κύκλους από ότι την προηγούμενη περίοδο. Βέβαια αυτός ο συγχρονισμός όπως αναφέρεται και στην σχετική μελέτη «δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως ένδειξη γενικής οικονομικής σύγκλισης. Παρόλο που οι οικονομικοί κύκλοι εμφανίζονται περισσότερο συγχρονισμένοι μετά το ευρώ, τα θεμελιώδη μεγέθη των χωρών μελών όπως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα μπορεί να μην έχουν συγκλίνει. Αποτέλεσμα αυτού μπορεί να είναι η πρόσφατη κρίση χρέους που απειλεί ακόμα και την ύπαρξη της Ευρωζώνης.» μετά την υιοθέτηση του ευρώ, οι περισσότερες από τις μικρές περιφερειακές οικονομίες αντιμετώπισαν βασικά και αθροιστικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Όντας σε μια νομισματική ένωση και ανήμπορες να αντισταθμίσουν το υψηλό κόστος εργασίας και παραγωγής το οποίο είναι αποτέλεσμα κυρίως των διαφορών της παραγωγικότητας της εργασίας, με μια υποτίμηση έδειξαν ότι βασίστηκαν σε ελλείμματα και αύξηση του χρέους στην προσπάθειά τους να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους αλλά και τις ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.
Η περίοδος πριν από την κρίση, δηλαδή πριν το 2008, δείχνει ότι πέρα από τη σύγκλιση των επιχειρηματικών κύκλων των χωρών της Ευρωζώνης υπήρχε σύγκλιση στους ονομαστικούς μισθούς, στο επίπεδο των τιμών καθώς επίσης και στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Ο πληθωρισμός στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) ήταν σταθερά πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, το οποίο αποτελεί ένδειξη σύγκλισης του επιπέδου των τιμών των χωρών που είχαν χαμηλότερες τιμές στην έναρξη της κυκλοφορίας του ευρώ. Επιπλέον, φαίνεται πώς η αύξηση των τιμών προκαλείται από την άνοδο των τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή αυτών που δεν συμμετέχουν στο εμπορικό ισοζύγιο των χωρών. Από την άλλη πλευρά, η παραγωγικότητα της εργασίας δεν τείνει προς τα ίδια επίπεδα μεταξύ των χωρών και χώρες με χαμηλό βαθμό παραγωγικότητας της εργασίας πριν την ένταξη τους στη ζώνη του ευρώ εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα.

Το Ευρώ

Οι επιπτώσεις από την χρήση του νέου νομίσματος δεν ήταν ομοιόμορφη στις χώρες μέλη: στην Ελλάδα για παράδειγμα, η υιοθέτηση του ευρώ οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις τιμών που μείωσαν την ανταγωνιστικότητα. Στην Ελλάδα, αυτή η απότομη αύξηση των τιμών αντιμετωπίστηκε από τους καταναλωτές ως αυτό που ονομάζουν οι οικονομολόγοι ένα «προσωρινό σοκ» (transitory) ή μια «παροδική επίδραση στο εισόδημα». Έτσι, αντιμετωπίστηκε –λανθασμένα- ως μια προσωρινή μείωση στο πραγματικό εισόδημα. Σύμφωνα με την «υπόθεση του μονίμου εισοδήματος» του Milton Friedman, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιδρούν σε ένα τέτοιο προσωρινό σοκ προσπαθώντας να αφομοιώσουν την επίδρασή του μέσω του δανεισμού. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, στους καταναλωτές δεν αρέσουν απότομες βραχυπρόθεσμες αλλαγές (και προς τα κάτω αλλά και προς τα πάνω) στην κατανάλωσή τους και προσπαθούν να την αντισταθμίσουν διασπείροντας το αποτέλεσμα της προσωρινής μεταβολής σε πολλές περιόδους στο μέλλον έτσι ώστε να υπάρχει μικρή μεταβολή στην καταναλωτική συμπεριφορά. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα. Τα νοικοκυριά άρχισαν να συσσωρεύουν χρέος ελπίζοντας να το αποπληρώσουν όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.  Η αισιοδοξία από την συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, η σταθερή ανάπτυξη και άλλοι καθαρά συναισθηματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες όπως η ανάληψη από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δημιούργησαν ένα διάχυτο αίσθημα σιγουριάς ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αυτή η κατάσταση τροφοδοτήθηκε περισσότερο από την άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτή η πιστωτική ανάπτυξη υποστηρίχθηκε από την ευκολία με την οποία τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια από την ευρύτερη και πλέον ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου. Τα πιστωτικά ιδρύματα έτσι μεγέθυναν τους ισολογισμούς τους μέσω της χρηματοοικονομικής μόχλευσης (leveraging). Αυτό αποδείχθηκε όπως είδαμε πρόσφατα καταστροφικό. Η Ελλάδα όπως και άλλες περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης αντιμετώπισαν ένα χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με τις κεντρικές οικονομίες. Για να είναι επιτυχημένη η νομισματική ένωση στο σύνολό της, η οικονομική σύγκλιση ήταν απαραίτητη τόσο στα κρατικά οικονομικά (έλλειμμα, χρέος) όσο και στην οικονομική απόδοση του ιδιωτικού τομέα (παραγωγικότητα, καινοτομία). Η αδικαιολόγητη ευφορία που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ με το «εύκολο χρήμα» (εύκολο αλλά δανεικό) δημιούργησε μια ψευδαίσθηση πλούτου που αποπροσανατόλισε τόσο τον ιδιωτικό τομέα όσο και τις κυβερνήσεις από το να εστιάσουν στην ανάπτυξη και την μείωση του χάσματος παραγωγικότητας από τους ευρωπαϊκούς μας εταίρους. Ακόμα χειρότερα, οι διαφορές στην παραγωγικότητα και οι ασύμμετροι επιχειρηματικοί κύκλοι αντιμετωπίστηκαν όχι δομικά και ουσιαστικά αλλά με νέο δανεισμό. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι αναγκαστικά σχεδιασμένη να εξυπηρετεί τις «μεγάλες» χώρες της ΕΕ καθώς αυτές παράγουν συντριπτικά το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Στον βαθμό που κάποιες από τις μικρότερες οικονομίες αντιμετωπίζουν δυσμενείς μεταβολές στο ΑΕΠ τους που δεν είναι συγχρονισμένες με τις λεγόμενες «μεγάλες» χώρες, το μόνο εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν είναι η δημοσιονομική πολική. Η Ελλάδα όπως και άλλες μικρές περιφερειακές οικονομίες στην ΕΕ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτές τις ασυμμετρίες δημιουργώντας ελλείμματα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος φτάνοντας στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη.

Το Εμπορικό Ισοζύγιο και η Ισοτιμία

Οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες που προκύπτουν στους πραγματικούς μισθούς, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες για την περίπτωση της Ευρωζώνης (IMF, 2012), οφείλεται εν πολλοίς στη διαφορά παραγωγικότητας και όχι σε μεγέθη που ανήκουν στον πιο στενό πυρήνα του όρου της ανταγωνιστικότητας όπως είναι οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Τα γενικά στοιχεία της πορείας του ευρώ δείχνουν μια έλλειψη σύγκλισης των χωρών της ζώνης του ευρώ στην αποδοτικότητα της εργασίας όπως αυτή εκφράζεται μέσω των τεχνολογικών βελτιώσεων, της εκπαίδευσης, των υποδομών κ.τ.λ. Είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα δεν ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα επίπεδα της ανεργίας στις χώρες της ζώνης του ευρώ, αφού στα πρώτα χρόνια υιοθέτησης του και έως το 2007 υπήρχε σύγκλιση των ποσοστών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
 Αν προσέξουμε το σύνολο της Ευρωζώνης, θα παρατηρήσουμε ότι όλα τα χρόνια πλην ελαχίστων εξαιρέσεων επιτυγχάνονται σημαντικά εμπορικά πλεονάσματα (βέβαια με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από τις εξαγωγές της Γερμανίας). Η Ευρωζώνη καταφέρνει να λειτουργεί ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Την ίδια περίοδο η ισοτιμία ευρώ δολαρίου κυμαίνεται σε υψηλά για το ευρώ επίπεδα. Δηλαδή, το σταθερό εμπορικό πλεόνασμα της Ευρωζώνης δεν οφείλεται σε ένα υποτιμημένο ευρώ. Παραδόξως η ίδια εικόνα ισχύει και ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Το σχετικό επίπεδο των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών δεν αποτελεί τον κυριότερο προσδιοριστικό παράγοντα των ανισορροπιών των εμπορικών ισοζυγίων. Παράλληλα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των Η.Π.Α είναι σταθερά ελλειμματικό καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’90 και του ‘00, παρόλο που το δολάριο υποτιμήθηκε από το 2004 έως και σήμερα έναντι των κυριοτέρων νομισμάτων. Με άλλα λόγια, η μείωση των τιμών των αμερικανικών προϊόντων στο εξωτερικό δε βοήθησε στην εξάλειψη του ελλείμματος. Οι λόγοι στην περίπτωση των Η.Π.Α οφείλονται κυρίως στην προτίμηση που δείχνουν οι περισσότερες χώρες να επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα από τις Η.Π.Α διότι η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι αρκετά ισχυρή (έτσι εξηγούνται και τα χαμηλά επιτόκια στις Η.Π.Α). Βέβαια, μέρος αυτού του ελλείμματος χρηματοδοτείται από τις επενδύσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια.

Συμπέρασμα

Το συμπέρασμα όμως είναι ότι τα νομισματικά μεγέθη (όπως είναι οι τιμές των προϊόντων, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες κ.τ.λ) μακροχρόνια δεν επηρεάζουν τις εξελίξεις στον πραγματικό τομέα της οικονομίας όπως είναι η παραγωγή και η απασχόληση παρά μόνο βραχυχρόνια. Η αρχή αυτή είναι γνωστή ως «ουδετερότητα του χρήματος» (money neutrality). Με βάση αυτήν την παραδοχή φαίνεται να κερδίζει έδαφος ή υπόθεση ότι τα εμπορικά ελλείμματα δημιουργήθηκαν κυρίως εξαιτίας των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων μετά την υιοθέτηση του ευρώ αλλά και της προσδοκίας για σύγκλιση και όχι λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας έναντι των χωρών του Βορρά.
Το ζητούμενο λοιπόν στην Ευρωζώνη είναι η επόμενη ημέρα: αυτή στο επίκεντρο έχει την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και της μείωσης της ανεργίας μέσω της μείωσης των εμπορικών ελλειμμάτων των αδύναμων χωρών της.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως μια κεντρική οικονομική πολιτική η οποία ευνοεί τον πληθωρισμό με ταυτόχρονες επενδύσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορούν να αποτελέσουν τον οδηγό για έξοδο από την κρίση. Ο πληθωρισμός φαίνεται να δημιουργεί πολύ λιγότερα προβλήματα από αυτά τα οποία λύνει, όπως για παράδειγμα η σταδιακή μείωση του ονομαστικού χρέους, ενώ παράλληλα δεν επιδεινώνει το εμπορικό έλλειμμα στο βαθμό που μέχρι σήμερα πίστευαν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Βέβαια τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης ούτε την έλλειψη κλαδικής πολιτικής μεταξύ των χωρών και φυσικά την ορθολογικοποίηση των κρατικών δαπανών και δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Επιστήμη και Έρευνα: το Ελληνικό Συγκριτικό Πλεονέκτημα - γνώμες

ΤΟ ΒΗΜΑ - Επιστήμη και Έρευνα: το Ελληνικό Συγκριτικό Πλεονέκτημα

Περικλής Γκόγκας και Βασίλειος Πλακανδάρας


Οι δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα εδώ και τρία χρόνια έχουν δημιουργήσει μια συνολική αμφισβήτηση της κοινωνικής συνοχής και παράλληλα, συντελούν στη δημιουργία ενός γενικότερου κλίματος απαισιοδοξίας για το μέλλον της χώρας και απαξίωσης των θεσμών και των πολιτών της. Η περίφημη ανάπτυξη καθυστερεί όσο ο σχεδιασμός και το σύνολο των ενεργειών που γίνονται έχουν καθαρά αντιπαραγωγική συνιστώσα. Παράλληλα, μέσα στο γενικότερο κλίμα απαξίωσης έχουν μπει στο στόχαστρο και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας καθώς και οι ερευνητικοί φορείς, οι οποίοι αγόγγυστα, με πενιχρή χρηματοδότηση αν συγκριθούν διεθνώς, συνεχίζουν να λειτουργούν και να παράγουν σημαντικότατο επιστημονικό έργο.
Επικεντρώνοντας αποκλειστικά στους αριθμούς που απεικονίζουν την ψυχρή αλήθεια πέρα από προκαταλήψεις και ιδεοληψίες και με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση του εγκυρότατου επιστημονικού περιοδικού Nature, ας δούμε ποιο είναι πραγματικά το συγκριτικό πλεονέκτημα αυτής της χώρας. Παρατηρούμε ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 38η θέση παγκοσμίως από πλευράς χρηματοδότησης της έρευνας και ανάπτυξης (αξιοποιώντας μόλις το 0,6% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην έρευνα) οι ερευνητές μας έχουν δημοσιεύσει κατά το 2012 (μέσα στην κρίση) 9.840 άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, οδηγώντας τη χώρα μας στην 19η θέση παγκοσμίως στην κατάταξη από πλευράς ερευνητικού έργου.
Μάλιστα, αν  εστιάσουμε στο καλύτερο 1% των δημοσιεύσεων για το 2012 με βάση τις ετεροαναφορές τους, τότε η Ελλάδα κατατάσσεται στην 13η θέση με 1,13% των συνολικών δημοσιεύσεων. Η αντικειμενική αυτή σύγκριση δείχνει ότι η Ελλάδα προηγείται ερευνητικά προηγμένων χωρών όπως η Ιταλία, ο Καναδάς, η Ισπανία και η Γαλλία.  Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Καναδάς δαπάνησε μόνο για το 2011 το 1,8% του ΑΕΠ του στην έρευνα, η Ιταλία το 1,1%, η Γαλλία το 1,9% και η Ισπανία το 1,3%.
Αν μετρήσουμε τα ποσά που δαπανήθηκαν σε δισεκατομμύρια δολάρια, τότε η Ελλάδα δαπάνησε μόλις $1,7 δις, έναντι $24,3 δις, $19 δις, $42,2 δις και $17,2 δις αντίστοιχα! Αναλογικά λοιπόν οι χώρες αυτές δαπάνησαν για την έρευνα από 10 έως 25 φορές περισσότερα χρήματα από την Ελλάδα. Όπως βλέπουμε και στον παρακάτω πίνακα, για κάθε κορυφαία δημοσίευση ο Καναδάς δαπάνησε $475,000, η Ιταλία $392,000, η Γαλλία $736,000 η Ισπανία $382,000 και η Ελλάδα μόλις $183,000. Η τελευταία στήλη του πίνακα δείχνει πως η σχετική παραγωγικότητα της Ελλάδας στην έρευνα είναι 4,02 φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας και 2,60, 2,15 και 2,09 φορές μεγαλύτερη από του Καναδά της Ιταλίας και της Ισπανίας αντίστοιχα!
Θέση
Χώρα
Δημοσιεύσεις
Ποσοστό στο 1% καλύτερων
1
Ελβετία
21796
1.91
2
Δανία
12376
1.77
3
Ολλανδία
30616
1.66
4
Βέλγιο
16442
1.63
5
Αυστρία
11132
1.52
6
Ην. Βασίλειο
86544
1.44
7
Νορβηγία
9456
1.33
8
Τσεχία
8400
1.32
9
Φινλανδία
9368
1.28
10
Σουηδία
19421
1.22
11
Γερμανία
83216
1.21
12
ΗΠΑ
311975
1.19
13
Ελλάδα
9281
1.13
14
Ιταλία
48353
1.10
15
Καναδάς
51107
1.09
16
Ισπανία
44935
1.01
17
Γαλλία
57320
0.99
18
Αργεντινή
6866
0.94
19
Ιρλανδία
6238
0.91
20
Πορτογαλία
1068
0.86
21
Πολωνία
17602
0.79
22
Ρωσία
22340
0.52
23
Βραζιλία
29924
0.43

Δις $ για έρευνα
Αναλογία με Ελλάδα
Δημοσιεύσεις
$ ανά δημοσίευση
Σχετική Παραγωγικότητα
Καναδάς
24.3
14.29
51107
475,473.03
2.60
Ιταλία
19.0
11.18
48353
392,943.56
2.15
Γαλλία
42.2
24.82
57320
736,217.73
4.02
Ισπανία
17.2
10.12
44935
382,775.12
2.09
Ελλάδα
1.7
1.00
9281
183,169.92
1.00

Φυσικά απέχουμε από τις ΗΠΑ που έχουν την πρώτη θέση στην έρευνα με 311.975 δημοσιεύσεις και ποσοστό 1,91% στο καλύτερο 1% των δημοσιεύσεων και τη δεύτερη Αγγλία με 86.544 δημοσιεύσεις και 1,44% στο κορυφαίο 1%. Βέβαια, οι συγκεκριμένες χώρες μόνο για το 2011 δαπάνησαν $405,3 δις και $38,2 δις αντίστοιχα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ελλάδα είναι 12η με βάση τον αριθμό δημοσιεύσεων, ενώ κατατάσσεται στην 10η θέση στο 1% των κορυφαίων δημοσιεύσεων. Η αξία των ελλήνων ερευνητών μπορεί αντανακλάται και στην αναγνώριση που λαμβάνουν στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, στο κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο ΜΙΤ, διδάσκουν 20 Έλληνες καθηγητές σε σύνολο 900, ποσοστό 2,22%. Η αναλογία του ελληνικού πληθυσμού στον παγκόσμιο είναι μόλις 0,16% πράγμα που σημαίνει ότι οι Έλληνες καθηγητές έχουν 14 φορές μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στο ΜΙΤ από αυτή που αναλογεί πληθυσμιακά.
Αξιοποιώντας τα στοιχεία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, 1,086 έλληνες επιστήμονες είναι καθηγητές σε χώρες με ιδιαίτερη ερευνητική δράση. Συγκεκριμένα, 761 έλληνες είναι καθηγητές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ , 135 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 33 στη Γερμανία και 32 στον Καναδά.  Σύμφωνα με την «Έκθεση για την καινοτομία την Ευρώπη» για το 2011 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα διαθέτει μόλις 4.2 ερευνητές ανά 100 εργαζομένους με τον ευρωπαϊκό μέσο  να είναι 6,3. Ωστόσο η παραγωγή δημοσιεύσεων είναι εφάμιλλη με τον ευρωπαϊκό μέσο (438 δημοσιεύσεις και 491 αντίστοιχα), με τον αριθμό δημοσιεύσεων που ανήκουν στο πρώτο 10% των ετεροαναφορών να ξεπερνούν σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ουσιαστικά δηλαδή, ένας πολύ μικρός αριθμός ερευνητών υποστηριζόμενος από ελάχιστη χρηματοδότηση για υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη διατηρούν την επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα σε πολύ υψηλό επίπεδο κατατάσσοντας τη χώρα μας στην πρώτη 20άδα παγκοσμίως.
Η επιστημονική έρευνα δεν αποτελεί φυσικά αυτοσκοπό αλλά το μέσο για να ξεφύγει η χώρα μας από την κρίση. Έχουμε ακούσει για την «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού και της γεωργίας. Πέρα από αυτά όμως, οι αριθμοί δείχνουν ότι η παραγωγικότητα της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υψηλή. Όμως, η κατάταξη της Ελλάδας στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ στην απορρόφηση του κυήματος της  έρευνας στη βιομηχανία και η διαρκής αύξηση του ρυθμού μετακίνησης ελλήνων ερευνητών στο εξωτερικό (76% έναντι 56% του ευρωπαϊκού μέσου) οδηγεί σε διαρκή εξασθένιση της εγχώριας έρευνας. Αντίθετα, ο τριπλασιασμός των επιχειρήσεων που επενδύουν στην έρευνα και ανάπτυξη το διάστημα 1975-2011, αποτελεί απόδειξη της σημαντικότητας της έρευνας στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.  Έρευνα του τμήματος Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης σε δείγμα μεγάλων επιχειρήσεων του εξωτερικού που δε δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα καταλήγει ότι οι παράγοντες που αξιολογούνται για τη λήψη μιας θετικής απόφασης υλοποίησης μιας επένδυσης με σειρά σπουδαιότητας είναι α) το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, β) η ύπαρξη ενός αξιοκρατικού πλαισίου φορολόγησης  και γ) το εγχώριο επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης.
Συνοψίζοντας, παρά την πενιχρή χρηματοδότηση και το αρνητικό κλίμα το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδας εξακολουθεί να εργάζεται σκληρά και αποτελεσματικά παράγοντας σημαντικά ερευνητικά επιτεύγματα που κατατάσσουν την Ελλάδα ανάμεσα στα κορυφαία ερευνητικά έθνη. Το γεγονός της ευρείας αποδοχής των ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό και η κατάταξη σε υψηλές θέσεις των εργασιών με βάση την επίδρασή τους στην προώθηση της γνώσης επιβεβαιώνουν τη διεθνή σημαντικότητα της εγχώριας έρευνας.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ


Περικλής Γκόγκας και Ευθυμία Χρυσανθίδου
Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Από τον ένθετο τόμο για τον Διεθνή Δανεισμό της εφημερίδας "Επενδυτής"
Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012



Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ

Η Παραδοσιακή Τραπεζική Λειτουργία

            Στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι τράπεζες αποτέλεσαν το σημαντικότερο μέσο άντλησης κεφαλαίων διαμεσολαβώντας για την μεταφορά τους ανάμεσα στις πλεονασματικές και τις ελλειμματικές οικονομικές μονάδες όπως νοικοκυριά, επιχειρήσεις αλλά και εθνικές οικονομίες. Ο ρόλος τους για πολλές δεκαετίες ήταν αδιαμφισβήτητος στην οικονομική δραστηριότητα καθώς δημιουργούσαν οικονομίες κλίμακας που οδηγούσαν τόσο στην μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων για τους δανειζόμενους όσο και στον εκμηδενισμό του κινδύνου που θα διέτρεχαν οι αποταμιευτές να χάσουν τα χρήματά τους αν δάνειζαν επ’ ευθείας στους πρώτους. Αυτό γιατί οι τράπεζες μέσω της διαμεσολαβητικής τους δραστηριότητας αναλαμβάνουν την εκτίμηση και αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή της φερεγγυότητας των υποψήφιων δανειζόμενων περιορίζοντας έτσι την δυσμενή επιλογή δανειζόμενων, όπως και την παρακολούθηση τους μετά τον δανεισμό, επιτυγχάνοντας την ελαχιστοποίηση του ηθικού κινδύνου από την πλευρά των δανειζόμενων για μη τήρηση των συμφωνημένων. Επίσης, οι τράπεζες παρέχουν υπηρεσίες άμεσης ρευστότητας στους καταθέτες μέσω των επιταγών και των λογαριασμών όψεως αρχικά καθώς και πιο πρόσφατα με την ραγδαία ανάπτυξη της πληροφορικής και της τεχνολογίας, με την χρήση χρεωστικών καρτών και άλλων προϊόντων που δίνουν στον καταθέτη υψηλότατο βαθμό ρευστότητας σε αντάλλαγμα χαμηλών σχετικά αποδόσεων. Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η άμεση και προσωπική σχέση που υπάρχει με τον δανειζόμενο και δίνει την δυνατότητα στην τράπεζα να είναι ευέλικτη και να αντιδρά άμεσα και αποτελεσματικά παρέχοντας είτε άμεση ρευστότητα είτε επαναδιαπραγμάτευση και προσαρμογή των όρων δανεισμού σε περιόδους κρίσης. Έτσι, για τον κάθε δανειστή (αποταμιευτή/επενδυτή) και κάθε δανειζόμενο (επιχείρηση/νοικοκυριό/εθνική οικονομία) οι σχέσεις τους με την τράπεζα είναι πλήρως διαφανείς και άμεσες.

Η Αποδιαμεσολάβηση στις Χρηματοπιστωτικές Αγορές

            Κατά τις τελευταίες δεκαετίες όμως, σημαντικές εξελίξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως είναι η φιλελευθεροποίηση (deregulation) των κεφαλαιαγορών και η μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη κατέστησαν δυνατή την αποδιαμεσολάβηση (disintermediation),  δηλαδή την άμεση άντληση κεφαλαίων για τους δανειζόμενους από τους καταθέτες μέσω των κεφαλαιαγορών (χρηματιστηρίων) παρακάμπτοντας τις τράπεζες. Το πλεονέκτημα της πρακτικής αυτής είναι προφανώς η μείωση του κόστους δανεισμού για τους δανειζόμενους λόγω απουσίας της μεσολαβούσας τράπεζας και του περιθωρίου κέρδους αυτής. Την δουλειά που έκαναν πριν οι τράπεζες  για την αξιολόγηση του κινδύνου των δανειζόμενων την κάνει η ίδια η αγορά, δηλαδή το χρηματιστήριο και ανεξάρτητες εταιρίες αποτίμησης του πιστωτικού κινδύνου (credit rating agencies) που παρέχουν σχετική πληροφόρηση στους δανειστές. Επίσης, για τις μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό πιστοληπτικής φερεγγυότητας ο κίνδυνος για τον καταθέτη, ελαχιστοποιείται. Έτσι πλέον, οι σχέσεις δανειστών και δανειζόμενων εμφανίζουν σημαντικές ποιοτικές αλλαγές και για τους δύο: στην πλευρά των επιχειρήσεων-δανειζόμενων μέσω των χρηματιστηρίων αντικαταστάθηκε η προσωπική σχέση ένας-προς-έναν που υπήρχε με την τράπεζα με ένα πλήθος ανώνυμων, διάσπαρτων και ανομοιόμορφων επενδυτών. Η δυνατότητα που παρέχουν οι τράπεζες για την διαρκή αλληλεπίδραση με τον δανειζόμενο και η επαναδιαπραγμάτευση της χρηματοδότησης όταν οι δανειζόμενοι αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε προβλήματα δεν υπάρχει πλέον στην αποδιαμεσολαβημένη κεφαλαιαγορά. Επιπρόσθετα, στην πλευρά των επενδυτών/αποταμιευτών, η ποιοτική αλλαγή συνίσταται στην ανάληψη πλέον όλου του πιστωτικού κινδύνου από αυτούς αντί των τραπεζών.

Τιτλοποίηση: Κυνηγώντας την Μαύρη Γάτα στο Μαύρο Δωμάτιο

            Προκειμένου να αντιδράσουν στις νέες εξελίξεις τα τραπεζικά ιδρύματα ανέπτυξαν και χρησιμοποίησαν την πρακτική της τιτλοποίησης των πιστωτικών τους απαιτήσεων (στεγαστικά και άλλα δάνεια) συμμετέχοντας και αποκομίζοντας όφελος από την αποδιαμεσολάβηση. Ενώ η παραδοσιακή σχέση τράπεζας και δανειζόμενου είναι μια προσωπική σχέση αλληλεπίδρασης όπου και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι παρακολουθούν από κοντά και διαπραγματεύονται την μεταξύ τους σχέση, με την αποδιαμεσολάβηση η πλευρά του δανειστή-αποταμιευτή γίνεται απρόσωπη καθώς κατακερματίζεται όπως είδαμε σε χιλιάδες άτομα. Η σχέση αυτή γίνεται ακόμη πιο απρόσωπη με την πρακτική της τιτλοποίησης. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο οι δανειστές-καταθέτες αποτελούν ένα απρόσωπο σύνολο ανομοιόμορφων σκοπών και συμφερόντων, αλλά και οι δανειζόμενοι καθώς εκατοντάδες ή και χιλιάδες τραπεζικές πιστωτικές απαιτήσεις όπως στεγαστικά, επιχειρηματικά, καταναλωτικά και άλλα δάνεια συγκεντρώνονται και μοιράζονται σε τίτλους. Έτσι διακόπτεται κάθε σχέση και δεσμός ανάμεσα στους αποταμιευτές/δανειστές και δανειζόμενους. Η σχέση μεταξύ τους μοιάζει πολύ με την γνωστή παρομοίωση όπου προσπαθούμε μέσα σε ένα μαύρο δωμάτιο να βρούμε μια μαύρη γάτα με τα μάτια δεμένα με ένα μαύρο πανί! Οι δανειστές/αποταμιευτές δανείζουν τα χρήματά τους σε ένα μαύρο δωμάτιο που είναι η άγνωστη και ελλιπώς αναπτυγμένη αγορά των τιτλοποιήσεων, κυνηγώντας την μαύρη γάτα των άγνωστων αποδόσεων από αυτά τα νέα και όχι κατανοητά στους περισσότερους επενδυτικά προϊόντα (τις τιτλοποιήσεις), έχοντας τα μάτια δεμένα με το μαύρο πανί και δεν μπορούν να γνωρίζουν ποιους ακριβώς και με πιο ρίσκο δανείζουν. Περάσαμε λοιπόν από την παραδοσιακή διαμεσολαβητική σχέση πρόσωπο με πρόσωπο που παρείχαν οι τράπεζες με τις κλασικές τους λειτουργίες, στην εποχή της αποδιαμεσολάβησης όπου η πλευρά των δανειστών/αποταμιευτών έγινε απρόσωπη για τους δανειζόμενους δημιουργώντας πρόβλημα καθώς κατέστη αδύνατη η επαναδιαπραγμάτευση ή άμεση εξασφάλιση επί πλέον δανεισμού σε περιόδους κρίσης. Το επόμενο βήμα της τιτλοποίησης διέλυσε ακόμη και την προσωπική σχέση των αποταμιευτών/επενδυτών μέσω του χρηματιστηρίου με συγκεκριμένες και επιλεγμένες δανειζόμενες επιχειρήσεις. Πλέον, με την τιτλοποίηση, οι πιστωτικοί οργανισμοί που παράγουν τιτλοποιημένες απαιτήσεις δεν έχουν σοβαρό κίνητρο για την διάσωση των δανειζόμενων καθώς έχουν ήδη πωλήσει ή ασφαλίσει τους τίτλους αυτούς μεταβιβάζοντας το ρίσκο στους άμεσους επενδυτές. Ακόμη, η εποπτεία και σχέση των οργανισμών αυτών (αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδυτικών ταμείων κλπ) με τις κεντρικές τράπεζες είναι λιγότερο στενή από αυτή των εμπορικών τραπεζών και των χρηματιστηρίων. Η αγορά αυτή είναι εντελώς απρόσωπη, χωρίς βάθος επενδυτών, μη επαρκώς αναπτυγμένη, με αποτέλεσμα κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και οι δύο πλευρές, επενδυτές και δανειζόμενοι να βρεθούν.

Οι Διεθνείς Δανειστές - Ιστορική Αναδρομή
            Ο διεθνής δανεισμός γνώρισε τεράστια ανάπτυξη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις μετασχημάτισαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάνοντας εύκολη και απλή την μετακίνηση κεφαλαίων από χώρα σε χώρα. Όμως η ιστορία του διεθνούς δανεισμού έχει τις ρίζες της πολύ μακριά στο παρελθόν. Οι διεθνείς ροές κεφαλαίου δια μέσου εθνικών συνόρων έχουν μεγάλη ιστορία και φτάνουν τουλάχιστον μέχρι και τους πρώτους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην Μεσόγειο. Θα μπορούσαμε ακόμα και όρους σημερινούς να αναγνωρίσουμε τον αποικισμό των αρχαίων Ελλήνων ως μια μορφή διεθνοποίησης των κεφαλαίων στον κόσμο της εποχής εκείνης. Ο εποικισμός άγνωστων περιοχών περιελάμβανα τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης των νέων χωρών κατά τον 19ο και 20ο αιώνα: οι ελληνικές μητροπόλεις έστελναν στο εξωτερικό παραγωγικούς συντελεστές τους, το κεφάλαιο και την εργασία. Το κεφάλαιο είχε την μορφή των μέσων για την εγκαθίδρυση ενός κράτους αποικίας. Πλοία πολεμικά και εμπορικά, άμαξες, ζώα απαραίτητα για την παραγωγική διαδικασία αλλά φυσικά και τεχνολογία και τεχνογνωσία της εποχής που μεταβιβάζοντας από την μητρόπολη στην αποικία. Ο άλλος παραγωγικός συντελεστής ήταν προφανής και απαραίτητος: η εργασία. Άνθρωποι από την κυρίως Ελλάδα έφευγαν παίρνοντας μαζί τους τις γνώσεις τους για την καλλιέργεια της γης, τις τεχνικές αλλά και τις τέχνες και τα γράμματα της μητρόπολης. Στην μεσαιωνική Ευρώπη οικονομικά σχήματα που είχαν την δυνατότητα κατά παρόμοιο τρόπο με τις σύγχρονες τράπεζες να βρίσκονται ανάμεσα σε δανειστές και δανειζόμενους ήταν εδραιωμένοι και αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο κατά τον 16ο και 17ο αιώνα με ταυτόχρονη ανάπτυξη πιο εξειδικευμένων de facto χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είχαν αναπτύξει την τεχνογνωσία από την ανάγκη που υπήρχε –αλλά και τα σημαντικά κέρδη- για να πραγματοποιούν διεθνείς συναλλαγές χρηματοδοτήσεων. Η ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας με την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Μεγάλη Βρετανία και την μετέπειτα εξάπλωσή της στην Ευρώπη αλλά και στις αποικίες αργότερα, έδωσε την δυνατότητα στην ανθρωπότητα για πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά συσσώρευση πλεονασματικού κεφαλαίου. Έτσι, κατά το τέλος του 19ου αιώνα το κεφάλαιο αυτό δεν μπορούσε να μείνει ανενεργό και προσπάθησε να βρεις διεξόδους όπου η παραγωγικότητά του και τα επί πλέον κέρδη που θα αποφέρει να είναι υψηλότερα. Με αυτό τον τρόπο, η Ευρώπη και κυρίως η Μεγάλη Βρετανία έγινε ο παγκόσμιος διεθνής δανειστής κεφαλαίου. Σημαντικό ρόλο βέβαια στην διαδικασία αυτή έπαιξε και η δημιουργία μιας νέας αστικής τάξης, αυτής των βιοτεχνών, βιομηχάνων και εμπόρων. Αυτοί δεν ήταν και δεν δρούσαν όπως οι παραδοσιακοί μέχρι τότε ιδιοκτήτες του κεφαλαίου οι αριστοκράτες με κληρονομικούς τίτλους ευγένειας. Οι τελευταίοι απολάμβαναν μέχρι τότε μια πλούσια και εύκολη ζωή σε σύγκριση με τους χωρικούς και την εργατική τάξη θεωρώντας δεδομένη την θέση τους. Οι θεσμοί και οι ιστορικές συνθήκες της εποχής ήταν τέτοιες που τους επέτρεπαν να διατηρούν αυτά το προνόμια που είχαν χωρίς συνειδητές επενδύσεις και προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας καθώς οι συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούσαν ήταν διαθέσιμοι σε αυτούς σχεδόν δωρεάν και σε μεγάλες ποσότητες. Με την βιομηχανική επανάσταση αλλάξανε όλα. Δημιουργήθηκε μια νέα και πολύ δραστήρια τάξη ανθρώπων που μπορεί να μην είχαν κληρονομικούς τίτλους ευγένειας και να μην ανήκαν σε μεγάλες και ιστορικές οικογένειες. Αυτοί ήταν οι βιομήχανοι της εποχής. Αυτοί άρχισαν να συσσωρεύουν πολύ μεγάλες ποσότητες πλούτου και δύναμης και κατακτώντας υψηλές και με επιρροή θέσεις στις κοινωνίες της εποχής δεν είχαν σκοπό να τις χάσουν. Αυτοί περισσότερο από κάθε άλλον έριξαν το βάρος στην επένδυση και στην αναζήτηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών και ευκαιριών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα του κεφαλαίου τους. η διαδικασία αυτή συντελέστηκε κατ’ αρχήν στην Μ. Βρετανία και μετέπειτα στην Ευρώπη όπου μεταφέρθηκε η βιομηχανική επανάσταση. Μετέπειτα, στην αρχή του 20ου αιώνα οι ΗΠΑ γνώρισαν τους ίδιους γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν η εκβιομηχάνιση πέρασε τον Ατλαντικό ωκεανό. Οι ΗΠΑ συνέχισαν βέβαια να δανείζονται από το εξωτερικό καθώς αναπτύσσονταν σημαντικά, αλλά ταυτόχρονα αύξαναν με γεωμετρική πρόοδο την εξαγωγή κεφαλαίου προς τις διεθνείς αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σύντομα οι ΗΠΑ να γίνουν καθαροί διεθνείς δανειστές και να πάρουν τα σκήπτρα από την Μεγάλη Βρετανία λίγο πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Περίοδος 1870-1913

            Η εποχή αυτή σηματοδοτήθηκε από την πολύ μεγάλη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και την φιλελευθεροποίηση της διακίνησης παραγωγικών συντελεστών τόσο κεφαλαίου αλλά και εργασίας. Είναι η εποχή της μεγαλύτερης μετανάστευσης που γνώρισε από τότε η ανθρωπότητα κυρίως από την Ευρώπη αλλά και ασιατικές χώρες προς τις ΗΠΑ, Καναδά, χώρες της νοτίου Αμερικής, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, κλπ. Η διαδικασία αυτή συνοδεύτηκε από την καλλιέργεια τεράστιων εκτάσεων στις χώρες υποδοχής των μεταναστών που εκμεταλλεύτηκαν τις οικονομίες κλίμακας που δημιουργήθηκαν έτσι ώστε να μπορέσει να υποστηριχθεί ο γεωμετρικά αυξανόμενος πληθυσμός. Παράλληλα, το εμπόριο νέων αγαθών, τροπικών και εξωτικών προϊόντων (φρούτα, αρώματα, μπαχαρικά, κλπ), μετάλλων και ορυκτών έδωσε τεράστια ανάπτυξη στο διεθνές εμπόριο και οδήγησε σε σημαντική συσσώρευση και διεθνείς μεταβιβάσεις κεφαλαίου. Οι διεθνείς δανειστές σε αυτή την περίοδο ήταν κυρίως ιδιώτες κεφαλαιούχοι, έμποροι και βιομήχανοι. Ενδεικτικά, η συνολική διεθνής χρηματοδότηση αυξανότανε από $100 εκατομμύρια το 1820 σε $4 δισεκατομμύρια το 1870 και $44 δισεκατομμύρια το 1913. Οι σημαντικότεροι διεθνείς δανειστές και δανειζόμενοι φαίνονται στον παρακάτω πίνακα για το έτος 1913:

Οι Σημαντικότεροι Παγκόσμιοι Δανειστές και Δανειζόμενοι το 1913
Δανειστές
$ δις
Δανειζόμενοι
$ δις
Μ. Βρετανία
18,0
Ευρώπη
12,0
Γαλλία
9,0
ΗΠΑ/Καναδάς
10,5
Γερμανία
5,8
Λατινική Αμερική
8,5
Βέλγιο/Ολλανδία/Ελβετία
5,5
Ασία
6,0
ΗΠΑ
3,5
Αφρική
4,7
Άλλες χώρες
2,2
Ωκεανία
2,3
Σύνολο
44,0
Σύνολο
44,0

Ο διεθνής δανεισμός αυτή την εποχή γινόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσω της κεφαλαιαγοράς, δηλαδή της έκδοσης και διάθεσης στο κοινό ομολόγων και μετοχών. Οι δανειζόμενοι ήταν στην πλειοψηφία τους ιδιώτες που χρηματοδοτούνταν προκειμένου να επεκτείνουν τις εμπορικές και βιομηχανικές τους δραστηριότητες. Περίπου $12 δις από τον εξωτερικό δανεισμό που παρείχε η Μ. Βρετανία πήγαινε σε ιδιώτες δανειζόμενους. Από το σύνολο των Βρετανικών κεφαλαίων $6 πήγαιναν στην Β. Αμερική, $3 στην Ν. Αμερική, $1,8 στην Αυστραλία, $4,5 σε Αφρική και Ασία και $2,3 στην Ευρώπη. Τα γερμανικά και γαλλικά δανειακά κεφάλαια κατευθύνθηκαν στοχευμένα από τις κυβερνήσεις προς τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Τα διαθέσιμα αμερικανικά κεφάλαια διοχετεύτηκαν κυρίως σε ιδιώτες δανειολήπτες της ίδιας ηπείρου, στον Καναδά και στην Λατινική Αμερική. Η μορφή του δανεισμού αυτή την περίοδο ήταν κυρίως μακροπρόθεσμα ομόλογα με χρόνους αποπληρωμής κοντά στα 100 χρόνια ή διηνεκείς ομολογίες οι οποίες δεν έχουν λήξη. Ο εξαιρετικά μακροχρόνιος χαρακτήρας των δανείων αυτών ήταν προσαρμοσμένος στο είδος των έργων που χρηματοδοτούνταν: έργα βαριάς υποδομής όπως σιδηροδρομικό δίκτυο, έργα ηλεκτροδότησης, υδροδοτήσεων και αποχετεύσεων κλπ. Τα έργα αυτά γινότανε κυρίως από ιδιώτες με συμμετοχή του δημόσιου τομέα μια μορφή επιχειρηματικότητας που προσιδιάζει με τα σημερινά ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα) μόνο που οι λόγοι για τις συμπράξεις αυτές ήταν πολύ διαφορετικοί εκείνη την εποχή. Το ειδικό μείγμα σύμπραξης των ιδιωτών με τον δημόσιο τομέα διέφερε από χώρα σε χώρα αρκετά. Φυσικά ο δανεισμός αυτός δεν γινότανε στα τυφλά. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή η επικοινωνία μεταξύ χωρών δεν ήταν εύκολη, δεν ήταν απλή υπόθεση η άντληση οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων για τον έλεγχο του αξιόχρεου  (creditworthiness) των δανειζόμενων και δεν υπήρχαν ακόμη οι εταιρίες πιστωτικής αξιόλογης (credit rating agencies). Έτσι, οι δανειστές προκειμένου να μπορούν να ελέγχουν τα κεφάλαιά τους και να μειώνουν τον πιστωτικό τους κίνδυνο που πήγαζε από την ασύμμετρη πληροφόρηση πιστωτών και πιστούχων, συνήθιζαν να τοποθετούν δικούς τους ανθρώπους ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή συμβούλους των τοπικών ή ομοσπονδιακών κυβερνήσεων που αντλούσαν τα δανειακά κεφάλαια. Ενώ οι διεθνείς χρηματοδοτήσεις άρχισαν να είναι συχνές αυτήν την περίοδο, παρόλα αυτά η απευθείας χρηματοδότηση κυβερνήσεων ή ιδιωτών από άλλες κυβερνήσεις ήταν ασήμαντη.  

Περίοδος 1914-1950

            Η περίοδος αυτή ήταν πολύ σημαντική στις διεθνείς ροές κεφαλαίου καθώς η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και οι πολεμικές αποζημιώσεις έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος υπήρξε η αντικειμενική ανάγκη για χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών κρατών και των πολεμικών τους μηχανών και τον ρόλο των διεθνών δανειστών ανέλαβαν κυρίως ιδιώτες από τις ΗΠΑ τους οποίους δεν είχε αγγίξει και δεν διαφαινότανε να αγγίξει ο πόλεμος. Η κατάσταση αυτή άλλαξε όταν το 1916 οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο και έτσι υπήρξε η ανάγκη για έμπρακτη υποστήριξη και χρηματοδότηση των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Αυτή η χρηματοδότηση έγινε πλέον από την επίσημη κυβέρνηση των ΗΠΑ προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Έτσι αυτή την εποχή η σημασία των διακρατικών δανείων έγινε μεγάλη. Ακόμη και μετά την λήξη του πολέμου υπήρξαν σημαντικές ροές κεφαλαίων από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη τόσο από ιδιώτες όσο και από κυβερνήσεις προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι χώρες που είχαν πληγεί από τον πόλεμο. Ταυτόχρονα άρχισε να συντελείται και μια ποιοτική αλλαγή στις διεθνείς χρηματοδοτήσεις. Ενώ η Μ. Βρετανία παρέμεινε και την δεκαετία του 1920 καθαρός δανειστής, παρόλα αυτά μειώθηκε σημαντικά η καθαρή της συμμετοχή στο παγκόσμιο χρηματοδοτικό σύστημα. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μια ακόμα σημαντική αλλαγή αυτή την περίοδο ήταν ότι με εξαίρεση τις ΗΠΑ, οι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες ήταν αποδέκτες των διεθνών χρηματοροών είχαν πλέον φτάσει σε ένα οριακό σημείο καμπής στην ανάπτυξή τους. Οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγής και της διαδικασίας δημιουργίας πλούτου είχαν πλέον συρρικνωθεί καθώς ο μικρός πληθυσμός, ο κατακερματισμός των αγορών ο συνεπαγόμενος κορεσμός των επενδύσεων και η πολιτική και οικονομική αστάθεια δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πριν από τον πόλεμο. Έτσι τα περιθώρια κέρδους από την αξιοποίηση του διεθνούς δανεισμού μειώθηκαν σημαντικά και ο συνδυασμός σοβαρών υφέσεων που γνώρισαν οι οικονομίες αυτές την περίοδο του 1926-27 δημιούργησαν προβλήματα ρευστότητας στην αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε όταν οι αναπτυγμένες χώρες ένιωσαν και αυτές τα αποτελέσματα της Μεγάλης Ύφεσης της περιόδου 1930-31. Μέχρι αυτή την περίοδο, οι κίνδυνοι της στάσης πληρωμών και χρεοκοπίας των κρατών ή των ιδιωτικών επιχειρήσεων που ήταν οι αποδέκτες του διεθνούς δανεισμού δεν αποτελούσαν σοβαρό παράγοντα ανησυχίας στις αγορές του διεθνούς κεφαλαίου καθώς μέχρι την δεκαετία του 1920 ήταν σπάνιες και περιορίζονταν σε εταιρίες και κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν προβλήματα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης. Οι δανειστές κατέγραφαν τις ζημίες τους ακριβώς όπως κατέγραφαν και τα κέρδη στην περίπτωση που όλα πήγαιναν καλά. Στην πραγματικότητα οι πιστωτές πολλές φορές χρησιμοποιούσαν την διπλωματία των όπλων με την παρέμβαση των κυβερνήσεών τους προκειμένου να πιέσουν τους δανειζόμενους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Επίσης, η στάση πληρωμών της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1920 θεωρήθηκε ως ένα εξαιρετικό γεγονός πέρα από την κανονική ροή των αγορών καθώς αφορούσε σε βασικές συστημικές αλλαγές και επιδράσεις. Την ίδια δεκαετία άρχισαν να εμφανίζονται σημαντικές δυσκολίες από την πλευρά της Γερμανίας για την αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων καθώς και άλλων διεθνών χρηματοδοτήσεων έτσι ώστε την επόμενη δεκαετία η κατάσταση να χειροτερεύσει ραγδαία και πλέον το 80 με 90% των κρατικών ομολόγων της ανατολικής Ευρώπης και της λατινικής Αμερικής ήταν σε κατάσταση χρεοκοπίας. Το αποτέλεσμα της Μεγάλης Ύφεσης και των στάσεων πληρωμών στις διεθνής χρηματοδοτήσεις ήταν να εκμηδενιστεί στην πράξη ο διεθνής δανεισμός. Ιδιαίτερα οι χρηματοδοτήσεις προς της αποικίες και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες σταμάτησαν τελείως. Μέχρι το 1939, μια νέα μορφή διεθνούς χρηματοδότησης έγινε η κυρίαρχη. Πλέον, οι μητρικές εταιρίες από τις αναπτυγμένες χώρες δημιουργούσαν άμεσες επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες με την μορφή θυγατρικών των οποίων ήλεγχαν το μετοχικό κεφάλαιο. Η πρακτική αυτή έγινε τόσο διαδεδομένη που στον Καναδά και την Αυστραλία περίπου το μισό κεφάλαιο που είχε επενδυθεί στην βιομηχανία ανήκε σε ξένες επιχειρήσεις.
            Υπολογίζεται ότι το 1939 το σύνολο των διεθνών χρηματοδοτήσεων έφτασε τα $55 δις. Οι αναλυτές επισημαίνουν όμως ότι το ποσό αυτό δεν είναι άμεσα συγκρίσιμο με αυτό των $44 δις της προηγούμενης περιόδου εξαιτίας των πολύ σημαντικών ποιοτικών αλλαγών στην μορφή των διεθνών ροών κεφαλαίου. Επίσης, με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου σταματούν σχεδόν τελείως οι ιδιωτικές διεθνείς ροές κεφαλαίου. Οι ΗΠΑ έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στον διεθνή δανεισμό καθώς χρηματοδότησαν τις ευρωπαϊκές οικονομίες κατά την διάρκεια του πολέμου αλλά και το τεράστιο έργο της αποκατάστασης της Ευρώπης από τις ζημίες. Η προσπάθεια αυτή πήρε σάρκα και οστά με το Σχέδιο Μάρσαλ. Η συνολική βοήθεια από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη ανήλθε σε ύψος $40 δις. Περισσότερο από το μισό ποσό αφορούσε δωρεές και βοήθεια και το υπόλοιπο δάνεια με ευνοϊκούς όρους (επιτόκια κάτω από τα τρέχοντα της αγοράς).

Η Επίδραση του Διεθνούς Δανεισμού σε Δανειζόμενους και Δανειστές

Επίδραση στους Δανειζόμενους

            Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, οι διεθνείς ροές κεφαλαίων έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην διαδικασία ανάπτυξης των δανειζόμενων χωρών. Τα ξένα κεφάλαια ήταν άμεσα διαθέσιμα για να εκκινήσουν την διαδικασία ανάπτυξης των οικονομιών αυτών. Οι χρηματοδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν τόσο στους εξειδικευμένους τομείς και δραστηριότητες όπου είχε συγκριτικό πλεονέκτημα η κάθε χώρα όπως πχ. πρώτες ύλες, αγροτικά και εξωτικά προϊόντα, καύσιμα και πολύτιμα μέταλλα, όσο και στις νέες βιομηχανίες που ιδρύθηκαν στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μια προσπάθεια και φυσική τάση της επέκτασης της εκβιομηχάνισης και του νέου τρόπου παραγωγής στις νέες χώρες και αποικίες. Σε κάποιες από τις χώρες αυτές τα ξένα κεφάλαια αποτέλεσαν το σημαντικότερο κομμάτι από άποψη ποσοτική της συνολικής επένδυσης στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι στον Καναδά κατά τις δεκαετίες του 1860 και 1880 η συμμετοχή των ξένων κεφαλαίων στην συνολική επένδυση στο εσωτερικό της χώρας έφτασε το 70%. Ακόμα όμως και στις χώρες όπου τα ξένα κεφάλαια αποτελούσαν τη μειοψηφία της συνολικής πάγιας επένδυσης, αυτά έπαιξαν και πάλι καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των δανειζόμενων χωρών κυρίως λόγω της αμεσότητας και ευκολίας της πρόσβασης σε χρηματοδότηση όταν ακριβώς ήταν αυτή απαραίτητη. Επίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό των ξένων χρηματοδοτήσεων εστιάστηκε στα μεγάλα έργα υποδομής (σιδηρόδρομοι, έργα κοινής ωφέλειας, κλπ) και ακόμη πολλές φορές ο δανεισμός συνοδεύτηκε από την ταυτόχρονη παροχή συμβούλων και εξειδικευμένων τεχνοκρατών που πέρα από την χρηματοδότηση έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον σχεδιασμό και την επιτυχία των επενδυτικών έργων που χρηματοδοτήθηκαν όπως και στην γενικότερη διάχυση τεχνογνωσίας από τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες (δανειστές) προς τις αναπτυσσόμενες (δανειζόμενους).
            Παρά τις παραπάνω γενικά θετικές επιδράσεις του διεθνούς δανεισμού στις χώρες υποδοχής των ξένων κεφαλαίων, τα αποτελέσματα δεν ήταν συμμετρικά σε όλες τις χώρες. Κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία αξιοποίησαν πολύ παραγωγικά και εσωτερικοποίησαν τον διεθνή δανεισμό τόσο με την υλοποίηση μακρόπνοων και βασικών προγραμμάτων υποδομών όσο και με την επιτυχημένη διάχυση της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας που όπως είδαμε συνόδευε πολύ συχνά την εισροή ξένων κεφαλαίων. Έτσι ο δανεισμός αυτός αποτέλεσε την βάση για την αυτόνομη και αειφόρα ανάπτυξη των χωρών αυτών η οποία και κατέστησε αυτά τα έθνη από λήπτες ξένου δανεισμού σε καθαρούς δανειστές μέσα στον 20ο αιώνα και σε παγκόσμιους ηγέτες στο εμπόριο, την τεχνολογία και τις επιστήμες. Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική όμως για τις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Εκεί η μεγάλη εισροή κεφαλαίων δεν είχε τις αποδόσεις και τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που είχε αντίστοιχος δανεισμός σε άλλες χώρες. Οι λόγοι αυτής της ασυμμετρίας εστιάζονται κυρίως σε θεσμικά προβλήματα, την έντονη διαφθορά που δεν κατεύθυνε τους διαθέσιμους πόρους στις πλέον παραγωγικές δραστηριότητες, στην πολιτική αστάθεια και τις πολεμικές συγκρούσεις που μείωναν σημαντικά τις αποδόσεις των επενδύσεων. Τα προβλήματα αυτά αναδεικνύονται κυρίως μέσα από την μελέτη του ισοζυγίου πληρωμών των δανειζόμενων χωρών. Έτσι, οι χώρες που γνώρισαν τα πλέον θετικά αποτελέσματα από τον διεθνή δανεισμό εμφανίζουν βελτιωμένα μεγέθη στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό δείχνει την άριστη χρήση των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από το εξωτερικό και χρησιμοποιήθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητάς τους. Στις χώρες αυτές έγινε αντιληπτό ότι η διεθνοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών κεφαλαίου ήταν συνυφασμένη με την διεθνοποίηση των εμπορικών συναλλαγών. Με την ίδια αυξανόμενη ευκολία εξασφάλισης δανείων από τους διεθνείς δανειστές χαρακτηρίζονταν και οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Αυτό ανέδειξε ένα παγκόσμιο ανταγωνισμό όπου οι αποτελεσματικές και παραγωγικές χώρες κυριάρχησαν και κέρδισαν την σημαντική βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών τους καθιστώντας τες ηγέτες στην παγκόσμια αγορά μέχρι και σήμερα. Αντίθετα, η κατασπατάληση των πόρων που σημειώθηκε στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής δεν προήγε την αύξηση της παραγωγικότητας και αυτό καθρεφτίστηκε άμεσα στο ισοζύγιο πληρωμών που παρουσίασε σημαντικά ελλείμματα. Αυτή η πορεία των χωρών αυτών συνεχίστηκε μέχρι και σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για παράδειγμα χώρες όπως η Αργεντινή είχαν πολλά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά όμοια με χώρες όπως ο Καναδάς. Η πληθυσμιακή συγκέντρωση, η διαθεσιμότητα παραγωγικών πόρων, μεταλλευμάτων, καλλιεργήσιμων εκτάσεων ενώ ήταν παρόμοια, εντούτοις η κακή διαχείριση των ξένων αλλά και εθνικών κεφαλαίων έθεσε τις οικονομίες αυτές σε πολύ χαμηλότερες τροχιές ανάπτυξης με εμφανή αποτελέσματα στην σημερινή ευημερία των πολιτών τους. Η κακή χρήση των δανειακών κεφαλαίων οδήγησε και σε περισσότερες χρεοκοπίες και στάσεις πληρωμών σε περιόδους υφέσεων στις χώρες τις λατινικής Αμερικής από ότι στις αγγλόφωνες χώρες – δανειζόμενους. Παρά το ότι τα ξένα κεφάλαια αντιπροσώπευαν μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών τους οι τελευταίες εμφάνισαν λιγότερες δυσκολίες αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους.
            Γενικά, όσο τα κέρδη από το επενδεδυμένο κεφάλαιο επαναπατρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στις δανείζουσες χώρες, τα μακροοικονομικά αποτελέσματα του διεθνούς δανεισμού και της διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίων ήταν μικρά και περιορίζονταν στους μισθούς προς τους ντόπιους εργαζόμενους.

Επίδραση στους Δανειστές

            Για τις χώρες δανειστές, η εξαγωγή εγχώριου κεφαλαίου προς το εξωτερικό είχε μία άμεση αρνητική επίπτωση που φυσικά ήταν η μείωση των διαθέσιμων κεφαλαίων για επένδυση και παραγωγή στο εσωτερικό. Υπήρχε έτσι ανταγωνισμός ανάμεσα στην εσωτερική και την ξένη αγορά για την αξιοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου των οικονομικών μονάδων. Όπως έχουμε δει, οι αποδόσεις των επενδύσεων στις νέες χώρες/δανειζόμενους ήταν πολύ υψηλές ιδιαίτερα κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανάπτυξης και εκβιομηχάνισής τους. Οι οικονομίες κλίμακας στις νέες και παρθένες αγορές, η διαθεσιμότητα των πόρων και η αφθονία της εργασίας αύξαναν την παραγωγικότητα του κεφαλαίου προσφέροντας υψηλές αποδόσεις στους δανειστές. Οι σχετικά πιο ώριμες αγορές στο εσωτερικό των χωρών δανειστών δεν μπορούσαν να έχουν τις ίδιες αποδόσεις και έτσι ο ανταγωνισμός στα δανειακά κεφάλαια τα έστρεφε προς το εξωτερικό. Οι θετικές επιπτώσεις του διεθνούς δανεισμού στις χώρες δανειστές εμφανίζονταν περισσότερο σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτές αποτελούνταν από την επανεισροή των κεφαλαίων προσαυξημένων με το υψηλό επιτόκιο και αποδόσεις των επενδύσεων στις δανειζόμενες χώρες, την αύξηση των εξαγωγών προς τις χώρες αυτές με την ανάπτυξη των οικονομιών τους και την εισαγωγή φθηνών πρώτων υλών και προϊόντων από τις δανειζόμενες χώρες. Παρόλα αυτά, με την ανεργία και φτώχια σε υψηλά επίπεδα στην Ευρώπη αλλά και την Αμερική, οι διεθνείς επενδύσεις κεφαλαίου προς τις αναπτυσσόμενες χώρες τις καθιστούσαν τελικά ανταγωνιστικές προς τις χώρες δανειστές. Το ζήτημα της επίπτωσης του διεθνούς δανεισμού στην διανομή του εισοδήματος στις χώρες δανειστές ήταν πολύ σημαντικό. Οι εργάτες στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής βελτίωναν το βιοτικό τους επίπεδο μέσω των φθηνότερων τροφίμων που απολάμβαναν αλλά και από τις θετικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας από τις επενδύσεις στο εξωτερικό που αύξαναν την απασχόληση και στο εσωτερικό. Συνολικά όμως, θεωρείται ότι η κατανομή του εισοδήματος χειροτέρευε στις χώρες δανειστές με την διεθνή χρηματοδότηση. Το μελλοντικό εισόδημα, η απασχόληση και η παραγωγικότητα τίθονταν σε κίνδυνο μητροπόλεις του διεθνούς κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία επένδυσε περί το 80% του συνολικού σχηματισμού κεφαλαίου της στο εξωτερικό κατά την περίοδο 1893-1913.

Η Σύγχρονη Εμπειρία

            Τα τελευταία χρόνια έχουν συντελεστεί πολύ σημαντικές αλλαγές στον διεθνή δανεισμό και ως αποτέλεσμα ο παγκόσμιος χάρτης των δανειστών και δανειζόμενων εθνικών κρατών έχει αλλάξει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.  Ο παρακάτω Πίνακας δείχνει τους δέκα μεγαλύτερους διεθνείς δανειστές και δανειζόμενους κατά το 2010 με στοιχεία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο Πίνακας δείχνει για παράδειγμα για την Ελλάδα το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίου σε ξένες χώρες που ανήκει σε Έλληνες πολίτες, νομικά πρόσωπα ή το ελληνικό δημόσιο μείον το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μέσα στην ελληνική οικονομία που ανήκουν σε ξένους πολίτες, νομικά πρόσωπα ή κυβερνήσεις.

Οι 10 Σημαντικότεροι Παγκόσμιοι Δανειστές και Δανειζόμενοι το 2010
Δανειστές
Εκατ. $

Δανειζόμενοι
Εκατ. $
Ιαπωνία
3.087.703

ΗΠΑ
2.470.989
Κίνα
1.790.651

Ισπανία
1.233.388
Γερμανία
1.386.254

Αυστραλία
794.884
Ελβετία
786.331

Βραζιλία
700.786
Χονγκ Κονγκ
693.805

Ιταλία
508.374
Σιγκαπούρη
528.836

Μεξικό
362.731
Βέλγιο
395.909

Μ. Βρετανία
312.424
Νορβηγία
340.021

Πολωνία
300.480
Ολλανδία
223.853

Ελλάδα
294.430
Λουξεμβούργο
51.340

Τουρκία
275.687

            Όπως είναι εμφανές ο μεγαλύτερος πλέον εθνικός δανειστής είναι η Ιαπωνία με $3 τρις και ακολουθούν η Κίνα και η Γερμανία με $1.7 και $1.3 αντίστοιχα. Σε πολύ υψηλές θέσεις βρίσκονται σχετικά μικρές χώρες όπως το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Νορβηγία η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Στην πλευρά των δανειζόμενων την πρώτη θέση κατέχουν οι ΗΠΑ, με $2.4 τρις αρνητική καθαρή θέση, η Ισπανία με πολύ μικρότερο μέγεθος την 2η θέση με $1.3 τρις. Η Ελλάδα  βρίσκεται το 2010 στην 9η θέση στους καθαρούς παγκόσμιους δανειζόμενους.
            Σήμερα, ο δανεισμός των εθνικών οικονομιών για την χρηματοδότηση ελλειμμάτων γίνεται μέσω διαφόρων καναλιών:
i.          Μέσα από εσωτερικό δανεισμό όπου οι κυβερνήσεις δανείζονται κεφάλαια άμεσα  από εγχώριες τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή με την έκδοση ομολόγων προς τους εγχώριους επενδυτές.
ii.          Μέσω διεθνών δανειστών, είτε αυτοί είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο ή σε κοινοπραξία, είτε ιδιώτες επενδυτές ομολογιούχοι.
iii.          Διμερείς υπερεθνικές δανειστικές συμβάσεις. Σε αυτή την περίπτωση οι εθνικές κυβερνήσεις διαθέτουν κρατικές υπηρεσίες με την αρμοδιότητα του δανεισμού άλλων κυβερνήσεων.
iv.       Επίσημοι διεθνείς οργανισμοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), κλπ.
v.          Ανεπίσημοι διεθνείς και υπερεθνικοί δανειστές όπως η Λέσχη του Παρισιού, που αποτελείται από οικονομικούς εκπροσώπους των 19 μεγαλύτερων οικονομιών, η Λέσχη του Λονδίνου, που αποτελεί κάτι αντίστοιχο με την Λέσχη του Παρισιού αλλά αποτελείται από ιδιώτες δανειστές, κλπ.
Στην συνέχεια αναφερόμαστε συνοπτικά σε δύο ειδικές μορφές χρηματοδότησης [που έχουν σημαντικό ρόλο στις διεθνείς ροές κεφαλαίου: α) στην Διεθνή Χρηματοδότηση Μεγάλων Έργων (Project Financing) και β) τα Πολεμικά Ομόλογα (War Bonds).

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΡΓΩΝ (PROJECT FINANCING)


Τα έργα project financing ή τα αυτοχρηματοδοτούμενα έργα σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση, είναι τα έργα των οποίων η χρηματοδότηση βασίζεται κυρίως στα έσοδα που θα προκύψουν από την χρήση τους όταν αυτά θα έχουν ολοκληρωθεί. Για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία ολοκλήρωσης του έργου πρέπει να συσταθεί πρωταρχικά μια Ανεξάρτητη Νομικά εταιρεία ειδικού σκοπού (ΕΕΣ) που θα έχει καθορισμένη χρονική διάρκεια λειτουργίας και στην οποία συμμετέχουν οι μέτοχοι της οι οποίοι και αρχικά την χρηματοδοτούν (Sponsors). Η εταιρεία αυτή είναι υπεύθυνη για κάθε στάδιο ολοκλήρωσης του έργου από τον σχεδιασμό μέχρι και τη λειτουργία του. Η περίοδος αποπληρωμής αυτών των χρηματοδοτήσεων είναι πιθανό να διαρκέσει πολύ, λόγω της φύσης των έργων.  Στην Ελλάδα το project financing αφορά κυρίως τραπεζικούς οργανισμούς που αναζητούν επενδύσεις με μικρό ρίσκο και εξασφαλισμένη επιτυχία.
Συνήθως τα έργα που εμπίπτουν σε project financing διαθέτουν κάποια συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Είναι μεγάλα έργα που ο σχεδιασμός και η υλοποίηση τους γίνεται από την αρχή. Η διάρκεια των έργων ποικίλει ανάλογα με το είδος τους από 15 έως 25 χρόνια.
Για πρώτη φορά η χρηματοδότηση έργων με τη μέθοδο project financing έγινε για την κατασκευή της Διώρυγας του Παναμά. Ωστόσο μεγάλη άνθηση γνωρίζει μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Πρωτοπόρος χώρα στη μέθοδο του project financing είναι η Μεγάλη Βρετανία. Στη συνέχεια βέβαια και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα της όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία με ταχύτατους ρυθμούς. Και η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη μέθοδο κυρίως σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα (π.χ. για την κατασκευή της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου).
Η εταιρείες που αναλαμβάνουν την χρηματοδότηση κάποιου μεγάλου έργου πέρα από τον πλήρη σχεδιασμό και κατασκευή του, αναλαμβάνουν ταυτόχρονα κι ένα σύνολο παράλληλων και συμπληρωματικών υποχρεώσεων όπως υπηρεσίες κάλυψης κινδύνων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, τεχνικές, νομικές και φορολογικές υπηρεσίες, υπηρεσίες leasing.
Η μέθοδος χρησιμοποιείται ως επί τω πλείστον σε κάποιες ειδικές κατηγορίες έργων που συσχετίζονται κυρίως με τον κατασκευαστικό κλάδο, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια και τις μεταφορές. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της είναι ότι απειλείται από ένα πλήθος διαφορετικών ρίσκων  (περιβαλλοντικών, οικονομικών, τεχνικών, πολιτικών) που πρέπει να αναλάβει για να φέρει εις πέρας το έργο. Για να αποφευχθούν όλα τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπιστούν σε κάποιο αυτοχρηματοδοτούμενο έργο, οι εταιρείες που το  αναλαμβάνουν συνεργάζονται με εξειδικευμένο προσωπικό και επιχειρήσεις που είναι εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση του κάθε αντικειμένου.
Η βασική διαφορά μιας κοινής παραδοσιακής χρηματοδότησης με τη χρηματοδότηση έργου είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η χρηματοδοτούσα επιχείρηση (η εταιρεία δηλαδή που αναλαμβάνει την κατασκευή του έργου) διαθέτει συνήθως το κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για την υλοποίηση του, αποδεικνύοντας στους δανειστές ότι διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία στους ισολογισμούς των προηγούμενων ετών λειτουργίας της. Επομένως, σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων, ο δανειστής θα είναι σε θέση να περάσει στην κυριότητα του τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας χορηγού, να τα πουλήσει  και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από αυτή την διαδικασία για να ανακτήσει την επένδυσή του.  Στη χρηματοδότηση έργου όμως, η αποπληρωμή του χρέους δεν γίνεται με βάση τα περιουσιακά στοιχεία που αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό της εταιρείας, αλλά από τα έσοδα που αναμένεται να έχει η εταιρεία από το έργο τη στιγμή που θα έχει ολοκληρωθεί.

ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΟΜΟΛΟΓΑ (WAR BONDS)


Ομόλογα Πολέμου είναι η ονομασία που δόθηκε στα ομόλογα που πωλούνται από το δημόσιο ταμείο μιας χώρας σε περιόδους πολέμων για τις ανάγκες που αναπτύσσονται κατά τις περιόδους αυτές. Η βασική ιδέα των ομολόγων πολέμου είναι ότι ένας κοινός πολίτης μπορεί να τοποθετήσει τα χρήματά του σε μια "ασφαλή" επένδυση, ενώ ταυτόχρονα συμβάλει στη χρηματοδότηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Με αυτό τον τρόπο βοηθάει άμεσα έτσι ώστε να κερδίσει η χώρα του στον πόλεμο και αισθάνεται ότι συμμετέχει στις εθνικές ένοπλες δυνάμεις της.  Τα ομόλογα γενικότερα είναι ένας ειδικός τύπος χρεογράφου. Εκδίδονται από έναν οργανισμό που χρειάζεται κεφάλαιο (συνήθως αναφερόμαστε σε κυβερνήσεις κρατών), και οι άνθρωποι που τα αγοράζουν ουσιαστικά  δανείζουν τα χρήματα τους στον δανειζόμενο που είναι υπεύθυνος για της έκδοση τους. Σε αντάλλαγμα για αυτόν τον δανεισμό, ο κάτοχος του ομολόγου κερδίζει κάποιο τόκο, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε οποιαδήποτε άλλη δανειακή συναλλαγή. Τα Ομόλογα Πολέμου έχουν ένα καθορισμένο επιτόκιο, το οποίο είναι  συνήθως μικρότερο από την τρέχουσα τιμή αγοράς αλλά προτιμώνται γιατί θεωρούνται ιδιαίτερα ασφαλή, και η ονομαστική τους αξία συν τους τόκους μπορεί να εξαργυρωθεί σε μεταγενέστερη και προκαθορισμένη ημερομηνία. Τα ομόλογα πολέμου συνήθως δεν μπορούν να εξαργυρωθούν πριν το πέρας του πολέμου. Η σπουδαιότητα τους είναι αδιαμφισβήτητη καθώς οι κυβερνήσεις με την βοήθεια αυτών είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες οπού ομόλογα πολέμου πωλήθηκαν καλώντας την αίσθηση του πατριωτισμού και της συνείδησης των πολιτών για το κοινό συμφέρον της πατρίδας και για αυτό το λόγο η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση τους ήταν αρκετά καθημερινή και απλοϊκή, έτσι ώστε να αγγίζει όλες τις τάξεις ανθρώπων. Λόγου χάρη, στην περίπτωση της έκδοσης ομολόγων πολέμου στην Αμερική κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο τρόπος προώθησης τους ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτος. Όπου και να βρισκόταν ο μέσος αμερικανός πολίτης παροτρυνόταν να αγοράσει ομόλογα πολέμου. Πόστερ που απεικόνιζαν τον "Θείο Σαμ" ή στρατιώτες που ζητούσαν την βοήθεια των συμπατριωτών τους ήταν κολλημένα σε κάθε σημείο της χώρας. Ακόμη και οι φανταστικοί υπερήρωες που θαύμαζαν μικροί και μεγάλοι όπως ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν, ο Μπάγκς Μπάνι απεικονίζονταν σε ειδικά πόστερ ζητώντας την βοήθεια του λαού για να συνδράμει στον αμερικανικό στρατό. Στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα ήταν δυνατό, μπορούσαν ακόμη και οι μαθητές των σχολείων να αγοράζουν μικρά γραμματόσημα με τα σεντ που είχαν αποταμιεύσει από το χαρτζιλίκι τους με σκοπό να συμπληρώσουν ένα ειδικό τετράδιο στο οποίο είχε ειδικές θέσεις για κάθε ένα από τα διαφορετικά αυτά γραμματόσημα, ενώ οι ενήλικες πολίτες είχαν την δυνατότητα να αγοράζουν ομόλογα μεγαλύτερης αξίας.
Τα ομόλογα πολέμου χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως οικονομικό μέτρο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Κύριος παράγοντας αυτού, ήταν ότι είναι προτιμότερο  οι πολίτες να επενδύουν τα χρήματά τους σε αυτά, αντί να ξοδεύουν σε μια ασταθή οικονομία, κι έτσι ο πληθωρισμός μπορεί να διατηρηθεί σε ανεκτά επίπεδα. Ταυτόχρονα βέβαια αυτή η διαδικασία δήλωνε ότι όταν ο πόλεμος θα είχε τελειώσει τα ομόλογα θα μπορούσαν να εξαργυρωθούν κι έτσι θα μπορούσαν να αυξηθούν άμεσα οι καταναλωτικές δαπάνες και να τονωθεί η οικονομία με την επί πλέον ζήτηση σε καιρό ειρήνης.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα τελευταία επίσημα ομόλογα πολέμου ήταν τα Series Ε Bond και εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τo άκουσμα αυτών των ομολόγων έχει συνδεθεί στη συνείδηση του μέσου αμερικανικού πολίτη ως ομόλογα πολέμου. Είχαν αρχικά την ονομασία "ομόλογα άμυνας" (το 1935 όταν έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους) και αργότερα με το ξέσπασμα του πολέμου το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να τα μετονομάσει σε ομόλογα πολέμου. Τελικά ήταν διαθέσιμα στις αγορές μέχρι το τέλος του 1980.
Η αγορά αυτών των ομολόγων είναι πολύ απλή και γίνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με αυτό των απλών ομολόγων. Για παράδειγμα τα Series E Bonds ονομαστικής αξίας $25, μπορούσε να τα αγοράσει κανείς έναντι $18,75. Η κυβέρνηση θα εκμεταλλευόταν απευθείας τα χρήματα αυτά για να εξασφαλίσει όπλα, αεροπλάνα, πλοία, στολές, φάρμακα και οτιδήποτε άλλο θα ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες των πολεμικών δυνάμεων της χώρας. Η αποπληρωμή του ομολόγου μπορούσε να γίνει, δέκα χρόνια μετά την ημερομηνία αγοράς οπότε και ο κάτοχος θα έπαιρνε τη αξία του ομολόγου δηλαδή τα $25. Αν και η επένδυση δεν φαίνεται αξιόλογη καθώς ο επενδυτής κερδίζει μόνο $6,25 για την αγορά ενός ομολόγου, οι περισσότεροι επενδυτές αγόραζαν μεγάλο αριθμό ομολόγων κι έτσι κέρδιζαν σε πολύ μεγαλύτερο ποσό. Τα ποσά που συσχετίζονται με την προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης για άντληση κεφαλαίων είναι εντυπωσιακά. Δύο στους τρείς αμερικανούς αγόρασαν τα Series E Bonds. Συνολικά υπολογίζεται πως συγκεντρώθηκαν περισσότερα από $190 δισεκατομμύρια από τα οκτώ διαφορετικά είδη αμερικανικών πολεμικών ομολόγων  που αγοράστηκαν από 85 εκατομμύρια απλούς πολίτες για αυτό τον σκοπό. Τα πολεμικά ομόλογα εκδόθηκαν σε 8 διαφορετικές κατηγορίες αξίας $25, $50, $75, $100, $200, $500, $1,000, $5,000 και $10,000.

Ιστορικά δεδομένα

Τα πολεμικά ομόλογα είναι ένας σχετικά σύγχρονος τρόπος συγκέντρωσης χρημάτων για τις ανάγκες του πολέμου. Φαίνεται πως η πρώτη απόπειρα πολεμικών ομολόγων έγινε στην Μεγάλη Βρετανία κατά την διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων. Στη συνέχεια στην Αμερική την περίοδο μεταξύ 1862 και 1864, ο οικονομολόγος Jay Cooke με την βοήθεια πωλητών και ειδικής διαφήμισης κατάφερε να πουλήσει περισσότερο από $500 εκατομμύρια πολεμικών ομολόγων με 6% επιτόκιο για να στηρίξει με αυτό τον τρόπο την Αμερικανική Ένωση.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να βασιστεί στη βοήθεια των διαφόρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας της. Τα ομόλογα που αποφάσισαν να εκδώσουν τελικά ήταν πενταετής διάρκειας και είχαν 5% επιτόκιο. Φυσικά υπήρχαν ομόλογα διαφόρων αξιών για να καλύπτουν τις προτιμήσεις όλων των αγοραστών, με μικρότερης αξίας αυτό των 100 κορόνων.
Ο Καναδάς ήταν και αυτός μια χώρα που ακολούθησε την τακτική των πολεμικών ομολόγων κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Το 1914 εξέδωσε τα "Victory Bonds", που ήταν ομόλογα 5ετή, 10ετή και 20ετή με 5,5% επιτόκιο. Στην περίπτωση του Καναδά συγκεντρώθηκαν $398 εκατομμύρια μόνο από την πρώτη φάση των ομολόγων που δημιουργήθηκαν, ενώ συνολικά υπήρξαν τρεις διαφορετικές φάσεις έκδοσης τους.
            Η Γερμανία είναι από τα πιο πλούσια και ισχυρά οικονομικά κράτη σήμερα, αλλά  στράφηκε στη βοήθεια των ομολόγων κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Το γερμανικό κράτος εξέδωσε συνολικά 9 διαφορετικά είδη ομολόγων με πιο γνωστό εκείνο του Kriegsanleihe. Τα περισσότερα από αυτά ήταν 5ετή και είχαν επίσης 5% επιτόκιο αποπληρωμής. Στην περίπτωση της Γερμανίας το μεγαλύτερο ποσοστό των αγοραστών δεν ήταν απλοί πολίτες αλλά ιδρύματα και επιχειρήσεις. Συνολικά υπολογίζεται πως συγκεντρώθηκαν 100 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα για τον σκοπό αυτό.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μία από τις χώρες που επέλεξε την έκδοση ομολόγων πολέμου για την συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες των στρατιωτικών επιχειρήσεων του κράτους και στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Το σλόγκαν που ακουγόταν στην χώρα για την παρότρυνση των πολιτών για την αγορά πολεμικών ομολόγων ήταν «Lend Your Money To Your Country», δηλαδή δάνεισε τα χρήματα σου στην χώρα σου, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες τους και να αγγίξουν την συνείδηση του κόσμου για την χώρα. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου τα πολεμικά ομόλογα διακρίνονταν σε διάρκειας 3, 6, 9 και 12 μηνών με επιτόκιο 5%.
Τα ομόλογα πολέμου είναι μια τακτική δανεισμού χρημάτων που όπως είναι φυσικό χρησιμοποιήθηκαν ως επί τω πλείστον κατά την διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Παρ’ όλα υπάρχουν και πιο σύγχρονα παραδείγματα προσπάθειας έκδοσης ομολόγων πολέμου. Σε πρόσφατη ομιλία του προς τον αμερικανικό λαό ο Πρόεδρος Ομπάμα επεσήμανε πως το κόστος που συνδέεται με τους δύο πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν έχει αγγίξει πλέον σχεδόν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Προέβλεψε επίσης πως οι δαπάνες που συνδέονται με την αποστολή επιπλέον 30.000 στρατιωτών στο Αφγανιστάν θα ξεπεράσουν τα 30 δισ. δολάρια μόνο κατά το πρώτο έτος της παρουσίας τους στο μέτωπο του πολέμου. Παραδέχτηκε ότι οι δαπάνες αυτές, δεδομένου μάλιστα ότι έρχονται εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης μετά τη Μεγάλη Ύφεση, είναι ένα δύσκολο βάρος για το αμερικανικό κράτος. Στην προσπάθεια του μάλιστα να ευαισθητοποιήσει τους αμερικανούς πολίτες, τους τόνισε την σημαντικότητα και γενναιότητα των ανθρώπων που πολεμούν τόσα χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειες τους, απέναντι σε αυτούς, που ανελέητα επιτέθηκαν στην χώρα τους την 11/9 και τους παρακίνησε να κάνουν κάτι και αυτοί με τη σειρά τους για να ταχθούν υπέρ αυτής της προσπάθειας του έθνους τους. Στην έκκληση του αυτή για βοήθεια ο πρόεδρος Ομπάμα υπενθύμισε στους πολίτες του, την θυσία των προγόνων τους όταν κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κυβέρνηση Ρούζβελτ κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 190 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω ομολόγων πολέμου και πρότεινε να εκδώσουν εκ νέου ομόλογα αυτού του είδους για την συγκέντρωση των δαπανών για τον αμερικανικό πόλεμο.