Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Πρωτογενές Πλεόνασμα και Χρέος

Περικλής Γκόγκας
Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πρωτογενές Πλεόνασμα και Χρέος

Μερικές παρατηρήσεις και δεδομένα για την σημαντικότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος για όποιον(α) ενδιαφέρουν:
· Δημόσιο Έλλειμμα = Κρατικές δαπάνες -  Έσοδα του δημοσίου
· Πρωτογενές πλεόνασμα = - (Δημόσιο έλλειμμα - Τόκοι Δημόσιου Δανεισμού)
· Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ:
o 2009 - 130%
o 2010 - 150%
o 2011 - 170%
o 2012 - 156%
o 2013 - 150% (πρόβλεψη)
· Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής εκτελείται καλύτερα από τις προβλέψεις.
· Το 2013 δημιουργούνται πρωτογενή πλεονάσματα. Η κυβέρνηση επιμένει σ' αυτά καθώς αποτελούν το στοιχείο ενεργοποίησης μιας σειράς ευεργετικών για την χώρα μας προβλέψεων και διαδικασιών τροποποίησης και μεταβολής των όρων του δανεισμού μας.
· Δεν αποτελεί μόνο η σχέση Χρέους/ΑΕΠ σημαντικό δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντικός δείκτης είναι ο δείκτης Εξυπηρέτησης χρέους)/ΑΕΠ (ΔΕΧ). Αυτός δίνει το ποσοστό του ΑΕΠ κάθε χρόνο που χρειάζεται για να εξυπηρετηθούν οι δανεικές υποχρεώσεις σε τόκους και κεφάλαιο.
· Ο ΔΕΧ για την Ελλάδα τα επόμενα 30 και πλέον χρόνια θα είναι στο 5%-7% του ΑΕΠ μας. 
· Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι μεσοπρόθεσμα το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 3%-5% του ΑΕΠ μας.
· Ο δείκτης αυτός είναι εξαιρετικά χαμηλός και για τα ελληνικά δεδομένα καθώς πρόσφατα ήταν στο 27% αλλά και για τα διεθνή δεδομένα είναι από τους καλύτερους δείκτες.
· Περισσότερο από το μισό του σημερινού δημοσίου χρέους των ¤305  έχει λήξη μετά το 2030.
· Έως το 2025 το χρέος που θα είναι απαιτητό είναι περίπου ¤86 δις. Απαιτητό φυσικά σημαίνει ότι λήγει και θα πρέπει να ανανεωθεί από τις αγορές.
· Από τα ¤86 δις τα 41 λήγουν τα επόμενα 2 έτη και γιαυτό αυτά είναι εξαιρετικά κρίσιμα καθώς η πρόσβασή μας στις αγορές κρίνεται (από μένα) δύσκολη.
· Αυτό βελτιώνει το αξιόχρεο της χώρας μας και κάνει την επιστροφή στις αγορές (έξοδος από το μνημόνιο) ευκολότερη και πιο άμεση.
· Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι εξαιρετικά σημαντική για πολλούς λόγους:
o Πρωταρχικά δείχνει συμμάζεμα των δημόσιων οικονομικών και επιτυχία του προγράμματος προσαρμογής.
o Ενεργοποιεί σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία σύμφωνα με τις συμφωνίες με τους δανειστές:
§ Μείωση (νέα) των επιτοκίων δανεισμού καθώς μειώνεται και το default risk.
§ Μείωση της συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου στα ευρωπαϊκά προγράμματα.
§ Δημιουργία ενός διαπραγματευτικού μέσου στις συζητήσεις με τους δανειστές καθώς πρωτογενή πλεονάσματα σημαίνουν ότι μια στάση πληρωμών δεν θα είναι απαραίτητα καταστροφική για την Ελλάδα.
· Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού θα μειώσει περαιτέρω το συνολικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης με όλα τα θετικά που αυτό συνεπάγεται.
· Ήδη το spread του 10ετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου έχει πέσει για πρώτη φορά από το 2010 στις 811 μονάδες βάσης.
· Το εξωτερικό μας χρέος από 115% του ΑΕΠ το 2013 θα πέσει από 75% των προηγούμενων υπολογισμών στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
· Το συνολικό χρέος έτσι εμφανίζεται υπερεκτιμημένο καθώς υπολογίζοντας την μείωση αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους λόγω της μείωσης του επιτοκίου του GLF (Greek Lending Facility) και την παράταση λήξης των δανείων που προέρχεται από την ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων θα είναι 148% από 175% του ΑΕΠ.
· Η Ελλάδα από την 1η θέση στην ανάγκη εξυπηρέτησης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά από αυτές τις αλλαγές θα πέσει στην 7η θέση στην Ευρώπη μετά τις Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο, Ισπανία, Μάλτα.
· Η διόρθωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πολύ καλύτερη του αναμενόμενου και εκτιμάται ότι θα είναι θετικό από την επόμενη χρονιά.
· Τα επιτόκια μετά από όλα αυτά από το "τοκογλυφικό" +150 μονάδες βάσης του κόστους δανεισμού θα πέσουν στις 50 μονάδες βάσης με την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.
· Επίσης οι συμφωνίες προβλέπουν την επιστροφή των κερδών που πέτυχε η ECB από τα ελληνικά ομόλογα στην χώρα μας για την μείωση του δημόσιου χρέουςμε την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.

Σχετικές πηγές:

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Διάφορα περί ΕΡΤ

Για μας που είμαστε οικονομολόγοι που πιστεύουμε στην ελεύθερη αγορά (και όχι τυφλά κομματικά πιόνια):

1. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρυθμιστικός και ελεγκτικός ρόλος του κράτους δεν είναι 
απαραίτητος.

2. Δεν σημαίνει ότι δεν μας ενδιαφέρει η κοινωνική ευημερία πάνω απ' 'όλα.

3. Δεν σημαίνει ότι θέλουμε το κράτος να λειτουργεί ως επιχειρηματίας-καπιταλιστής.

4. Ελεύθερη αγορά σημαίνει: ανταγωνισμός, όχι μονοπώλια και καρτέλ, με ισχυρό ιδιωτικό τομέα και πανίσχυρο κοινωνικό κράτος στην υγεία, παιδεία και κοινωνική πρόνοια.
______________

Η κυβέρνηση ως διαιτολόγος:
Φίλε, πρέπει να χάσεις 10 κιλά για να είσαι υγιής. Οπότε θα σου κόψω το ένα πόδι και είσαι τζετ φιλαράκι να 'ουμε... Σε έσωσα!!!
______________

Κύριε κυβερνητικέ εκπρόσωπε: πότε θα πληρώσουν τα ιδιωτικά κανάλια τις άδειες για την χρήση των ραδιοσυχνοτήτων που αποτελούν δημόσια περιουσία? όπως γίνεται δηλαδή παντού στον κόσμο? εκεί δεν χάνονται έσοδα από το δημόσιο?
______________

Απολύθηκαν 2800 και θα πάρουν αποζημιώσεις. Έπειτα η κυβέρνηση θα κάνει την ΝΕΡΙΤ με 1500 από αυτούς. Άρα αυτός που πήρε την απόφαση ευθύνεται και για 1300 αποζημιώσεις άσκοπες που βαρύνουν τα δημόσια έσοδα για τα οποία κόπτεται...
______________

Το να κάνουν οι δημοσιογράφοι απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης για το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι σαν να κάνουν απεργία οι πυροσβέστες επειδή η κυβέρνηση τους έβαλε φωτιά στα σπίτια... αυτοί οι συνδικαλιστές...
______________

Σενάριο "Σωτήρας":

Θέλετε να φτιάξετε ένα σπίτι και με προσλαμβάνετε ως εργολάβο.

Εγώ ενώ χρειάζονται 10 άτομα για να γίνει το έργο προλαμβάνω 20.

Αυτοί οι 20 είναι ένας γιατρός, πιλότος, βοσκός, κομμώτρια, πυρηνικό φυσικό, ψαρά, ψήστη κλπ you get the idea...

Μετά από πολύ καιρό το έργο έχει μπει μέσα και φυσικά και σεις, σπίτι δεν βλέπετε να ολοκληρώνεται ποτέ και τότε έρχομαι εγώ για να σας σώσω:

Κατηγορώ τον ψαρά και τον πυρηνικό φυσικό που δεν φτιάξανε το σπίτι και φύγαν από τον προϋπολογισμό, τα ρίχνω όλα σ' αυτούς, του απολύω όλους και το παίζω σωτήρας.

Και το best part αντί να με στείλετε εμένα που έκανα όλη αυτή την απάτη και σας έφαγα τα λεφτά, με υποστηρίζετε γιατί είμαι εκσυγχρονιστής...

....ε ρε γλέντια που έλεγε και ο Καραγκιόζης...   

______________

Έλεος με τα παπαγαλάκια της ελληνικής κοινωνίας... είμαι 100% βέβαιος ότι τα ίδια άτομα, αν το κόμμα τους έκλεινε την ΕΡΤ θα υποστηρίζανε πόσο ορθό είναι όπως και αυτοί που το υποστηρίζουν τώρα αν το έκαναν "οι άλλοι" θα κλαίγανε για τους ανθρώπους που χάσαν τις δουλειές τους.

Τα κόμματά σας διορίζανε τόσα χρόνια από το παράθυρο και στην ΕΡΤ και παντού!!! αυτά γιατί δεν τα κλείνετε? εκεί γιατί δεν γίνεται η εκκαθάριση που υποστηρίζετε (δεν υποστηρίζετε οι άλλοι) και να τα κλείσετε να ησυχάσουμε?

Υποκρισία και τυφλός κομματισμός και μετά την καταστροφή της χώρας.... some people never change...

Όσο γελοία είναι τα κόμματα που μας φέρανε εδώ είστε και τα φερέφωνά τους.
Ή δεν έχετε μυαλό να σκεφτείτε μόνοι σας ή έχετε σκοπιμότητες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είστε το μέλλον της χώρας αλλά απομεινάρια του παρελθόντος...

______________

Όταν προσπαθείς να ερμηνεύσεις και να δικαιολογήσεις ό,τι γίνεται γύρω σου μέσα από ένα κομματικό πρίσμα είναι πολύ λογικό να καταλήγεις σε ασυναρτησίες και αντιφάσεις... και να εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα...

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Συνέντευξη ΕΡΑ 1ο Πρόγραμμα: Ασύγχρονοι Κύκλοι στην Ε.Ε.

Ασύγχρονοι Κύκλοι και Ευρωπαϊκή Σύγκλιση

Περιοδικό Foreign Affairs - Μάρτιος 2013


Ασύγχρονοι Κύκλοι και Ευρωπαϊκή Σύγκλιση


Περικλής Γκόγκας
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Ιωάννης Πραγγίδης
Λέκτορας
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης


Η Πορεία προς την Ενοποίηση

Μετά την κρίση του 2008 οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην επόμενη ημέρα. Έπειτα από τέσσερα χρόνια σκληρής μάχης για την αποκατάσταση της ρευστότητας στο παγκόσμιο σύστημα, αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες που προκύπτουν από τον αργό ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η λογιστική αποτύπωση της κρίσης στην Ευρωζώνη δίνει τη θέση της στην ανάγκη χάραξης και υλοποίησης μιας μακροχρόνιας οικονομικής πολιτικής. Έπειτα από 11 χρόνια κυκλοφορίας του ευρώ και μιας ισχυρής κρίσης έχουμε τα δεδομένα ώστε να εξάγουμε με ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τη λειτουργία της οικονομίας της Ευρωζώνης αλλά και για το μέλλον το οποίο ίσως για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης διαγράφεται λιγότερο σκοτεινό και αβέβαιο.

Ασύγχρονοι Κύκλοι

Το κυριότερο ερώτημα είναι πως θα καταφέρουν να συμβιώσουν οι χώρες του Νότου με τις χώρες του Βορρά στα πλαίσια ενός κοινού νομίσματος. Η κοινή άποψη υποστηρίζει ότι η έλλειψη εθνικής συναλλαγματικής πολιτικής θα οδηγήσει σε περαιτέρω ύφεση τις χώρες του Νότου, αφού το ζητούμενο είναι η υποτίμηση του ευρώ για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Οι χώρες του σκληρού πυρήνα από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ένα πιο σκληρό ευρώ ώστε να μην διαταραχθεί αφενός η εμπιστοσύνη των αγορών στο κοινό νόμισμα και αφετέρου να μην αντιμετωπίσουν πρόβλημα εισαγόμενου πληθωρισμού με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών τους στις διεθνείς αγορές. Η παραγωγή πολλών προϊόντων βασίζεται στην εισαγωγή ενδιάμεσων αγαθών, το κόστος των οποίων θα αυξηθεί ως συνέπεια μιας υποτίμησης συμπαρασύροντας παράλληλα το κόστος παραγωγής και άλλων προϊόντων οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τις οικονομίες σε πληθωρισμό και μείωση της ανταγωνιστικότητας. Στην Διεθνή Νομισματική Θεωρία το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό ως το πρόβλημα των «ασύγχρονων επιχειρηματικών κύκλων» (asynchronous business cycles). Στην περίπτωση αυτή, στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης όπως είναι η Ευρωζώνη, δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα στην άσκηση αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής όταν κάποιες χώρες-μέλη βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης ενώ άλλες βρίσκονται σε φάση κάμψης της οικονομικής τους δραστηριότητας ή ακόμα και ύφεσης. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στις χώρες του βορά όπου η ανταγωνιστικότητα είναι υψηλή σε διεθνές επίπεδο, η πραγματική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά. Το κύριο μέλημα της νομισματική πολιτικής εκεί πρέπει να είναι η αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων που προέρχονται από την άνθηση της οικονομίας και συνεπάγεται αυξημένα εισοδήματα και ενεργή ζήτηση. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί μια συσταλτική νομισματική πολιτική (contractionary monetary policy) με περιορισμό της αύξησης της προσφοράς χρήματος. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των επιτοκίων, τον περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης και την πώληση κρατικών ομολόγων μέσω των «πράξεων ανοιχτής αγοράς» (open market operations). Αντίθετα, για τις χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε ύφεση ή και κρίση ως αποτέλεσμα της χαμηλής παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση και ανταγωνιστικότητάς τους η ενδεδειγμένη νομισματική πολιτική είναι η αύξηση της προσφοράς χρήματος: μείωση επιτοκίων προκειμένου να δοθούν κίνητρα για νέες επενδύσεις, αγορά κρατικών ομολόγων με πράξεις ανοιχτής αγοράς έτσι ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα η οποία θα οδηγήσει σε πιστωτική επέκταση μέσω χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων αλλά και της κατανάλωσης που πρέπει να τονωθεί. Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει μία νομισματική πολιτική η οποία να είναι αποτελεσματική για όλες τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτή την νομισματική ένωση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ευρώπης είναι λογικό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει τέτοια νομισματική πολιτική η οποία είναι ευεργετική για τις χώρες των οποίων το ΑΕΠ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 70% του συνολικού προϊόντος της Ευρωζώνης. Έτσι, βλέπουμε την εφαρμογή μιας συσταλτικής νομισματικής πολιτικής όπου η λέξη πληθωρισμός λείπει από το λεξιλόγιο των ειδικών. Φυσικά εδώ σημαντικό ρόλο παίζει και η «εντολή» (mandate) που έχει ως στόχο να υλοποιεί η ΕΚΤ σε αντίθεση για παράδειγμα με το Federal Reserve τις ΗΠΑ. Η ΕΚΤ από το καταστατικό της έχει ως κύριο στόχο της την λεγόμενη «νομισματική σταθερότητα», την αποφυγή με άλλα λόγια του πληθωρισμού. Η Fed από την άλλη έχει διττό στόχο: την νομισματική σταθερότητα αλλά και την πλήρη απασχόληση. Φυσικά οι δύο αυτοί στόχοι μπορεί πολλές φορές να είναι αντικρουόμενοι. Όμως, αυτή η διαφορά δίνει σημαντικά περιθώρια δράσης στην Fed σε αντίθεση με την EKT. Η ασυμβατότητα αυτή των οικονομικών προτεραιοτήτων οδηγεί πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς να προβλέπουν την διάλυση της Ευρωζώνης. Η προσεκτική παρατήρηση όμως των στοιχείων στη δεκαετία που πέρασε ίσως δείχνουν μια διαφορετική πραγματικότητα η οποία είναι σαφώς πιο αισιόδοξη.

Εμπειρικές Ενδείξεις Σύγκλισης

Τα οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει σύγκλιση των επιχειρηματικών κύκλων μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, πρόσφατη μελέτη που θα δημοσιευτεί προσεχώς στο επιστημονικό περιοδικό του ΟΟΣΑ (Gogas 2013, Journal of Business Cycle Measurement and Analysis) δείχνει ότι μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος το 1999 (με το κλείδωμα των εθνικών ισοτιμιών με το ευρώ) γενικά οι χώρες της Ευρωζώνης εμφανίζουν περισσότερο συγχρονισμένους κύκλους από ότι την προηγούμενη περίοδο. Βέβαια αυτός ο συγχρονισμός όπως αναφέρεται και στην σχετική μελέτη «δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως ένδειξη γενικής οικονομικής σύγκλισης. Παρόλο που οι οικονομικοί κύκλοι εμφανίζονται περισσότερο συγχρονισμένοι μετά το ευρώ, τα θεμελιώδη μεγέθη των χωρών μελών όπως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα μπορεί να μην έχουν συγκλίνει. Αποτέλεσμα αυτού μπορεί να είναι η πρόσφατη κρίση χρέους που απειλεί ακόμα και την ύπαρξη της Ευρωζώνης.» μετά την υιοθέτηση του ευρώ, οι περισσότερες από τις μικρές περιφερειακές οικονομίες αντιμετώπισαν βασικά και αθροιστικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Όντας σε μια νομισματική ένωση και ανήμπορες να αντισταθμίσουν το υψηλό κόστος εργασίας και παραγωγής το οποίο είναι αποτέλεσμα κυρίως των διαφορών της παραγωγικότητας της εργασίας, με μια υποτίμηση έδειξαν ότι βασίστηκαν σε ελλείμματα και αύξηση του χρέους στην προσπάθειά τους να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους αλλά και τις ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.
Η περίοδος πριν από την κρίση, δηλαδή πριν το 2008, δείχνει ότι πέρα από τη σύγκλιση των επιχειρηματικών κύκλων των χωρών της Ευρωζώνης υπήρχε σύγκλιση στους ονομαστικούς μισθούς, στο επίπεδο των τιμών καθώς επίσης και στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Ο πληθωρισμός στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) ήταν σταθερά πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, το οποίο αποτελεί ένδειξη σύγκλισης του επιπέδου των τιμών των χωρών που είχαν χαμηλότερες τιμές στην έναρξη της κυκλοφορίας του ευρώ. Επιπλέον, φαίνεται πώς η αύξηση των τιμών προκαλείται από την άνοδο των τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή αυτών που δεν συμμετέχουν στο εμπορικό ισοζύγιο των χωρών. Από την άλλη πλευρά, η παραγωγικότητα της εργασίας δεν τείνει προς τα ίδια επίπεδα μεταξύ των χωρών και χώρες με χαμηλό βαθμό παραγωγικότητας της εργασίας πριν την ένταξη τους στη ζώνη του ευρώ εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα.

Το Ευρώ

Οι επιπτώσεις από την χρήση του νέου νομίσματος δεν ήταν ομοιόμορφη στις χώρες μέλη: στην Ελλάδα για παράδειγμα, η υιοθέτηση του ευρώ οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις τιμών που μείωσαν την ανταγωνιστικότητα. Στην Ελλάδα, αυτή η απότομη αύξηση των τιμών αντιμετωπίστηκε από τους καταναλωτές ως αυτό που ονομάζουν οι οικονομολόγοι ένα «προσωρινό σοκ» (transitory) ή μια «παροδική επίδραση στο εισόδημα». Έτσι, αντιμετωπίστηκε –λανθασμένα- ως μια προσωρινή μείωση στο πραγματικό εισόδημα. Σύμφωνα με την «υπόθεση του μονίμου εισοδήματος» του Milton Friedman, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιδρούν σε ένα τέτοιο προσωρινό σοκ προσπαθώντας να αφομοιώσουν την επίδρασή του μέσω του δανεισμού. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, στους καταναλωτές δεν αρέσουν απότομες βραχυπρόθεσμες αλλαγές (και προς τα κάτω αλλά και προς τα πάνω) στην κατανάλωσή τους και προσπαθούν να την αντισταθμίσουν διασπείροντας το αποτέλεσμα της προσωρινής μεταβολής σε πολλές περιόδους στο μέλλον έτσι ώστε να υπάρχει μικρή μεταβολή στην καταναλωτική συμπεριφορά. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα. Τα νοικοκυριά άρχισαν να συσσωρεύουν χρέος ελπίζοντας να το αποπληρώσουν όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.  Η αισιοδοξία από την συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, η σταθερή ανάπτυξη και άλλοι καθαρά συναισθηματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες όπως η ανάληψη από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δημιούργησαν ένα διάχυτο αίσθημα σιγουριάς ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αυτή η κατάσταση τροφοδοτήθηκε περισσότερο από την άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτή η πιστωτική ανάπτυξη υποστηρίχθηκε από την ευκολία με την οποία τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια από την ευρύτερη και πλέον ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου. Τα πιστωτικά ιδρύματα έτσι μεγέθυναν τους ισολογισμούς τους μέσω της χρηματοοικονομικής μόχλευσης (leveraging). Αυτό αποδείχθηκε όπως είδαμε πρόσφατα καταστροφικό. Η Ελλάδα όπως και άλλες περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης αντιμετώπισαν ένα χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με τις κεντρικές οικονομίες. Για να είναι επιτυχημένη η νομισματική ένωση στο σύνολό της, η οικονομική σύγκλιση ήταν απαραίτητη τόσο στα κρατικά οικονομικά (έλλειμμα, χρέος) όσο και στην οικονομική απόδοση του ιδιωτικού τομέα (παραγωγικότητα, καινοτομία). Η αδικαιολόγητη ευφορία που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ με το «εύκολο χρήμα» (εύκολο αλλά δανεικό) δημιούργησε μια ψευδαίσθηση πλούτου που αποπροσανατόλισε τόσο τον ιδιωτικό τομέα όσο και τις κυβερνήσεις από το να εστιάσουν στην ανάπτυξη και την μείωση του χάσματος παραγωγικότητας από τους ευρωπαϊκούς μας εταίρους. Ακόμα χειρότερα, οι διαφορές στην παραγωγικότητα και οι ασύμμετροι επιχειρηματικοί κύκλοι αντιμετωπίστηκαν όχι δομικά και ουσιαστικά αλλά με νέο δανεισμό. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι αναγκαστικά σχεδιασμένη να εξυπηρετεί τις «μεγάλες» χώρες της ΕΕ καθώς αυτές παράγουν συντριπτικά το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Στον βαθμό που κάποιες από τις μικρότερες οικονομίες αντιμετωπίζουν δυσμενείς μεταβολές στο ΑΕΠ τους που δεν είναι συγχρονισμένες με τις λεγόμενες «μεγάλες» χώρες, το μόνο εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν είναι η δημοσιονομική πολική. Η Ελλάδα όπως και άλλες μικρές περιφερειακές οικονομίες στην ΕΕ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτές τις ασυμμετρίες δημιουργώντας ελλείμματα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος φτάνοντας στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη.

Το Εμπορικό Ισοζύγιο και η Ισοτιμία

Οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες που προκύπτουν στους πραγματικούς μισθούς, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες για την περίπτωση της Ευρωζώνης (IMF, 2012), οφείλεται εν πολλοίς στη διαφορά παραγωγικότητας και όχι σε μεγέθη που ανήκουν στον πιο στενό πυρήνα του όρου της ανταγωνιστικότητας όπως είναι οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Τα γενικά στοιχεία της πορείας του ευρώ δείχνουν μια έλλειψη σύγκλισης των χωρών της ζώνης του ευρώ στην αποδοτικότητα της εργασίας όπως αυτή εκφράζεται μέσω των τεχνολογικών βελτιώσεων, της εκπαίδευσης, των υποδομών κ.τ.λ. Είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα δεν ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα επίπεδα της ανεργίας στις χώρες της ζώνης του ευρώ, αφού στα πρώτα χρόνια υιοθέτησης του και έως το 2007 υπήρχε σύγκλιση των ποσοστών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
 Αν προσέξουμε το σύνολο της Ευρωζώνης, θα παρατηρήσουμε ότι όλα τα χρόνια πλην ελαχίστων εξαιρέσεων επιτυγχάνονται σημαντικά εμπορικά πλεονάσματα (βέβαια με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από τις εξαγωγές της Γερμανίας). Η Ευρωζώνη καταφέρνει να λειτουργεί ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Την ίδια περίοδο η ισοτιμία ευρώ δολαρίου κυμαίνεται σε υψηλά για το ευρώ επίπεδα. Δηλαδή, το σταθερό εμπορικό πλεόνασμα της Ευρωζώνης δεν οφείλεται σε ένα υποτιμημένο ευρώ. Παραδόξως η ίδια εικόνα ισχύει και ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Το σχετικό επίπεδο των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών δεν αποτελεί τον κυριότερο προσδιοριστικό παράγοντα των ανισορροπιών των εμπορικών ισοζυγίων. Παράλληλα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των Η.Π.Α είναι σταθερά ελλειμματικό καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’90 και του ‘00, παρόλο που το δολάριο υποτιμήθηκε από το 2004 έως και σήμερα έναντι των κυριοτέρων νομισμάτων. Με άλλα λόγια, η μείωση των τιμών των αμερικανικών προϊόντων στο εξωτερικό δε βοήθησε στην εξάλειψη του ελλείμματος. Οι λόγοι στην περίπτωση των Η.Π.Α οφείλονται κυρίως στην προτίμηση που δείχνουν οι περισσότερες χώρες να επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα από τις Η.Π.Α διότι η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι αρκετά ισχυρή (έτσι εξηγούνται και τα χαμηλά επιτόκια στις Η.Π.Α). Βέβαια, μέρος αυτού του ελλείμματος χρηματοδοτείται από τις επενδύσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια.

Συμπέρασμα

Το συμπέρασμα όμως είναι ότι τα νομισματικά μεγέθη (όπως είναι οι τιμές των προϊόντων, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες κ.τ.λ) μακροχρόνια δεν επηρεάζουν τις εξελίξεις στον πραγματικό τομέα της οικονομίας όπως είναι η παραγωγή και η απασχόληση παρά μόνο βραχυχρόνια. Η αρχή αυτή είναι γνωστή ως «ουδετερότητα του χρήματος» (money neutrality). Με βάση αυτήν την παραδοχή φαίνεται να κερδίζει έδαφος ή υπόθεση ότι τα εμπορικά ελλείμματα δημιουργήθηκαν κυρίως εξαιτίας των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων μετά την υιοθέτηση του ευρώ αλλά και της προσδοκίας για σύγκλιση και όχι λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας έναντι των χωρών του Βορρά.
Το ζητούμενο λοιπόν στην Ευρωζώνη είναι η επόμενη ημέρα: αυτή στο επίκεντρο έχει την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και της μείωσης της ανεργίας μέσω της μείωσης των εμπορικών ελλειμμάτων των αδύναμων χωρών της.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως μια κεντρική οικονομική πολιτική η οποία ευνοεί τον πληθωρισμό με ταυτόχρονες επενδύσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορούν να αποτελέσουν τον οδηγό για έξοδο από την κρίση. Ο πληθωρισμός φαίνεται να δημιουργεί πολύ λιγότερα προβλήματα από αυτά τα οποία λύνει, όπως για παράδειγμα η σταδιακή μείωση του ονομαστικού χρέους, ενώ παράλληλα δεν επιδεινώνει το εμπορικό έλλειμμα στο βαθμό που μέχρι σήμερα πίστευαν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Βέβαια τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης ούτε την έλλειψη κλαδικής πολιτικής μεταξύ των χωρών και φυσικά την ορθολογικοποίηση των κρατικών δαπανών και δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Επιστήμη και Έρευνα: το Ελληνικό Συγκριτικό Πλεονέκτημα - γνώμες

ΤΟ ΒΗΜΑ - Επιστήμη και Έρευνα: το Ελληνικό Συγκριτικό Πλεονέκτημα

Περικλής Γκόγκας και Βασίλειος Πλακανδάρας


Οι δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα εδώ και τρία χρόνια έχουν δημιουργήσει μια συνολική αμφισβήτηση της κοινωνικής συνοχής και παράλληλα, συντελούν στη δημιουργία ενός γενικότερου κλίματος απαισιοδοξίας για το μέλλον της χώρας και απαξίωσης των θεσμών και των πολιτών της. Η περίφημη ανάπτυξη καθυστερεί όσο ο σχεδιασμός και το σύνολο των ενεργειών που γίνονται έχουν καθαρά αντιπαραγωγική συνιστώσα. Παράλληλα, μέσα στο γενικότερο κλίμα απαξίωσης έχουν μπει στο στόχαστρο και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας καθώς και οι ερευνητικοί φορείς, οι οποίοι αγόγγυστα, με πενιχρή χρηματοδότηση αν συγκριθούν διεθνώς, συνεχίζουν να λειτουργούν και να παράγουν σημαντικότατο επιστημονικό έργο.
Επικεντρώνοντας αποκλειστικά στους αριθμούς που απεικονίζουν την ψυχρή αλήθεια πέρα από προκαταλήψεις και ιδεοληψίες και με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση του εγκυρότατου επιστημονικού περιοδικού Nature, ας δούμε ποιο είναι πραγματικά το συγκριτικό πλεονέκτημα αυτής της χώρας. Παρατηρούμε ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 38η θέση παγκοσμίως από πλευράς χρηματοδότησης της έρευνας και ανάπτυξης (αξιοποιώντας μόλις το 0,6% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην έρευνα) οι ερευνητές μας έχουν δημοσιεύσει κατά το 2012 (μέσα στην κρίση) 9.840 άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, οδηγώντας τη χώρα μας στην 19η θέση παγκοσμίως στην κατάταξη από πλευράς ερευνητικού έργου.
Μάλιστα, αν  εστιάσουμε στο καλύτερο 1% των δημοσιεύσεων για το 2012 με βάση τις ετεροαναφορές τους, τότε η Ελλάδα κατατάσσεται στην 13η θέση με 1,13% των συνολικών δημοσιεύσεων. Η αντικειμενική αυτή σύγκριση δείχνει ότι η Ελλάδα προηγείται ερευνητικά προηγμένων χωρών όπως η Ιταλία, ο Καναδάς, η Ισπανία και η Γαλλία.  Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Καναδάς δαπάνησε μόνο για το 2011 το 1,8% του ΑΕΠ του στην έρευνα, η Ιταλία το 1,1%, η Γαλλία το 1,9% και η Ισπανία το 1,3%.
Αν μετρήσουμε τα ποσά που δαπανήθηκαν σε δισεκατομμύρια δολάρια, τότε η Ελλάδα δαπάνησε μόλις $1,7 δις, έναντι $24,3 δις, $19 δις, $42,2 δις και $17,2 δις αντίστοιχα! Αναλογικά λοιπόν οι χώρες αυτές δαπάνησαν για την έρευνα από 10 έως 25 φορές περισσότερα χρήματα από την Ελλάδα. Όπως βλέπουμε και στον παρακάτω πίνακα, για κάθε κορυφαία δημοσίευση ο Καναδάς δαπάνησε $475,000, η Ιταλία $392,000, η Γαλλία $736,000 η Ισπανία $382,000 και η Ελλάδα μόλις $183,000. Η τελευταία στήλη του πίνακα δείχνει πως η σχετική παραγωγικότητα της Ελλάδας στην έρευνα είναι 4,02 φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας και 2,60, 2,15 και 2,09 φορές μεγαλύτερη από του Καναδά της Ιταλίας και της Ισπανίας αντίστοιχα!
Θέση
Χώρα
Δημοσιεύσεις
Ποσοστό στο 1% καλύτερων
1
Ελβετία
21796
1.91
2
Δανία
12376
1.77
3
Ολλανδία
30616
1.66
4
Βέλγιο
16442
1.63
5
Αυστρία
11132
1.52
6
Ην. Βασίλειο
86544
1.44
7
Νορβηγία
9456
1.33
8
Τσεχία
8400
1.32
9
Φινλανδία
9368
1.28
10
Σουηδία
19421
1.22
11
Γερμανία
83216
1.21
12
ΗΠΑ
311975
1.19
13
Ελλάδα
9281
1.13
14
Ιταλία
48353
1.10
15
Καναδάς
51107
1.09
16
Ισπανία
44935
1.01
17
Γαλλία
57320
0.99
18
Αργεντινή
6866
0.94
19
Ιρλανδία
6238
0.91
20
Πορτογαλία
1068
0.86
21
Πολωνία
17602
0.79
22
Ρωσία
22340
0.52
23
Βραζιλία
29924
0.43

Δις $ για έρευνα
Αναλογία με Ελλάδα
Δημοσιεύσεις
$ ανά δημοσίευση
Σχετική Παραγωγικότητα
Καναδάς
24.3
14.29
51107
475,473.03
2.60
Ιταλία
19.0
11.18
48353
392,943.56
2.15
Γαλλία
42.2
24.82
57320
736,217.73
4.02
Ισπανία
17.2
10.12
44935
382,775.12
2.09
Ελλάδα
1.7
1.00
9281
183,169.92
1.00

Φυσικά απέχουμε από τις ΗΠΑ που έχουν την πρώτη θέση στην έρευνα με 311.975 δημοσιεύσεις και ποσοστό 1,91% στο καλύτερο 1% των δημοσιεύσεων και τη δεύτερη Αγγλία με 86.544 δημοσιεύσεις και 1,44% στο κορυφαίο 1%. Βέβαια, οι συγκεκριμένες χώρες μόνο για το 2011 δαπάνησαν $405,3 δις και $38,2 δις αντίστοιχα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ελλάδα είναι 12η με βάση τον αριθμό δημοσιεύσεων, ενώ κατατάσσεται στην 10η θέση στο 1% των κορυφαίων δημοσιεύσεων. Η αξία των ελλήνων ερευνητών μπορεί αντανακλάται και στην αναγνώριση που λαμβάνουν στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, στο κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο ΜΙΤ, διδάσκουν 20 Έλληνες καθηγητές σε σύνολο 900, ποσοστό 2,22%. Η αναλογία του ελληνικού πληθυσμού στον παγκόσμιο είναι μόλις 0,16% πράγμα που σημαίνει ότι οι Έλληνες καθηγητές έχουν 14 φορές μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στο ΜΙΤ από αυτή που αναλογεί πληθυσμιακά.
Αξιοποιώντας τα στοιχεία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, 1,086 έλληνες επιστήμονες είναι καθηγητές σε χώρες με ιδιαίτερη ερευνητική δράση. Συγκεκριμένα, 761 έλληνες είναι καθηγητές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ , 135 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 33 στη Γερμανία και 32 στον Καναδά.  Σύμφωνα με την «Έκθεση για την καινοτομία την Ευρώπη» για το 2011 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα διαθέτει μόλις 4.2 ερευνητές ανά 100 εργαζομένους με τον ευρωπαϊκό μέσο  να είναι 6,3. Ωστόσο η παραγωγή δημοσιεύσεων είναι εφάμιλλη με τον ευρωπαϊκό μέσο (438 δημοσιεύσεις και 491 αντίστοιχα), με τον αριθμό δημοσιεύσεων που ανήκουν στο πρώτο 10% των ετεροαναφορών να ξεπερνούν σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ουσιαστικά δηλαδή, ένας πολύ μικρός αριθμός ερευνητών υποστηριζόμενος από ελάχιστη χρηματοδότηση για υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη διατηρούν την επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα σε πολύ υψηλό επίπεδο κατατάσσοντας τη χώρα μας στην πρώτη 20άδα παγκοσμίως.
Η επιστημονική έρευνα δεν αποτελεί φυσικά αυτοσκοπό αλλά το μέσο για να ξεφύγει η χώρα μας από την κρίση. Έχουμε ακούσει για την «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού και της γεωργίας. Πέρα από αυτά όμως, οι αριθμοί δείχνουν ότι η παραγωγικότητα της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υψηλή. Όμως, η κατάταξη της Ελλάδας στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ στην απορρόφηση του κυήματος της  έρευνας στη βιομηχανία και η διαρκής αύξηση του ρυθμού μετακίνησης ελλήνων ερευνητών στο εξωτερικό (76% έναντι 56% του ευρωπαϊκού μέσου) οδηγεί σε διαρκή εξασθένιση της εγχώριας έρευνας. Αντίθετα, ο τριπλασιασμός των επιχειρήσεων που επενδύουν στην έρευνα και ανάπτυξη το διάστημα 1975-2011, αποτελεί απόδειξη της σημαντικότητας της έρευνας στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.  Έρευνα του τμήματος Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης σε δείγμα μεγάλων επιχειρήσεων του εξωτερικού που δε δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα καταλήγει ότι οι παράγοντες που αξιολογούνται για τη λήψη μιας θετικής απόφασης υλοποίησης μιας επένδυσης με σειρά σπουδαιότητας είναι α) το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, β) η ύπαρξη ενός αξιοκρατικού πλαισίου φορολόγησης  και γ) το εγχώριο επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης.
Συνοψίζοντας, παρά την πενιχρή χρηματοδότηση και το αρνητικό κλίμα το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδας εξακολουθεί να εργάζεται σκληρά και αποτελεσματικά παράγοντας σημαντικά ερευνητικά επιτεύγματα που κατατάσσουν την Ελλάδα ανάμεσα στα κορυφαία ερευνητικά έθνη. Το γεγονός της ευρείας αποδοχής των ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό και η κατάταξη σε υψηλές θέσεις των εργασιών με βάση την επίδρασή τους στην προώθηση της γνώσης επιβεβαιώνουν τη διεθνή σημαντικότητα της εγχώριας έρευνας.